Το νησί


Η προνομιούχος γεωγραφική της θέση, η μορφολογία, το κλίμα και ο φυσικός της πλούτος υπήρξαν παράγοντες που ευνόησαν και καθόρισαν την ιστορική φυσιογνωμία της Χίου ήδη από την πρώιμη αρχαιότητα.

Τα νεολιθικά ευρήματα στο Εμποριό και το Άγιο Γάλα επιβεβαιώνουν την πρώιμη κατοίκηση της Χίου, η οποία γνώρισε την ακμή και την ανάπτυξη κυρίως στους χρόνους μετά τον Ιωνικό αποικισμό (11ος-10ος αι. π.Χ.). Όταν περί τον 8ο αι. η Χίος, στο κεντρικό τμήμα της ανατολικής ακτής του νησιού, συγκροτήθηκε σε πόλη-κράτος, επιβλήθηκε σε ολόκληρο νησί, εγκαινιάζοντας μια περίοδο άνθισης της ναυτιλίας, του εμπορίου και των τεχνών. Οι αιώνες της αρχαιότητας επεφύλαξαν για το νησί έντονες διακυμάνσεις και μεταπτώσεις. Στο νησί έχει εντοπιστεί κατοίκιση ήδη από τη νεολιθική περίοδο. Στη διάρκεια των πρώτων χριστιανικών αιώνων, κατά τους διωγμούς του Δεκίου, περί το 250, μαρτύρησε στο νησί ο Άγιος Ισίδωρος. Τα ανασκαφικά δεδομένα μαρτυρούν πως το νησί άκμασε στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και αποτέλεσε σημαντικό εμπορικό κόμβο της θαλάσσιας οδού που συνέδεε τη νέα πρωτεύουσα, Κωνσταντινούπολη, με τις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Η ανάδειξη της Χίου σε σημείο αναφοράς για την εμπορική δραστηριότητα της εποχής συνδυάστηκε ιστορικά με τη διάδοση του χριστιανισμού στο Αιγαίο, εξελίξεις που αποτυπώνονται τόσο στα υπολείμματα των παλαιοχριστιανικών βασιλικών και των παράλιων οικισμών, όσο και στην κυκλοφορία των νομισμάτων.

Από τα μνημεία της εποχής, ο ναός του Αγίου Ισιδώρου στην πόλη της Χίου ανάγει στα μέσα του 5ου αι. την πρώτη οικοδομική του φάση ως τρίκλιτη βασιλική με πεταλόσχημη κόγχη.

Οι μέσοι βυζαντινοί χρόνοι στο Αιγαίο χαρακτηρίζονται από τις επιθέσεις των Αράβων, οι οποίες εισήγαγαν στα νησιά μια νέα φάση ανάσχεσης. Στο πλαίσιο του γενικότερου κλίματος τρομοκρατίας, στα μέσα του 7ου αι. σημειώνεται η λεηλασία της Χίου από τον Άραβα χαλίφη Μωαβία. Η ταραγμένη αυτή περίοδος της καταστροφής και εγκατάλειψης των νησιών και της επισφάλειας των θαλάσσιων δρόμων πήρε τέλος με την ανακατάληψη της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά το 961. Η ανέγερση του κάστρου της Χίου και η ίδρυση της Νέας Μονής στα μέσα του 11ου αι. με τη χορηγία του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου ενίσχυσαν το δεσμό του νησιού με την Κωνσταντινούπολη και το αυτοκρατορικό πρόγραμμα επανασύνδεσης με την πρωτεύουσα των περιοχών που επλήγησαν από τον αραβικό κίνδυνο και αποκατάστασης της βυζαντινής κυριαρχίας σε αυτές.

Η οικοδόμηση της Νέας Μονής, του επιφανέστερου βυζαντινού μνημείου του νησιού και ενός από τα σημαντικότερα του βυζαντινού πολιτισμού, άσκησε μεγάλη επιρροή στη ναοδομία της Χίου, όπως μαρτυρούν οι εκκλησίες που χτίστηκαν κατά το πρότυπό της, όπως είναι η Παναγία η Κρήνα στους Βαβύλους, ο ναός των Αγίων Αποστόλων στο Πυργί και ο ναός του Αγίου Γεωργίου Συκούση στον ομώνυμο οικισμό.

Η επιδρομή του Τούρκου εμίρη Τζαχά το 1093, οι επιθέσεις των Βενετών στα 1124 και 1171 και η σύντομη υπαγωγή της στο λατινικό κράτος της Κωνσταντινούπολης υπήρξαν γεγονότα που χαλάρωσαν τους δεσμούς της Χίου με την αυτοκρατορία και προετοίμασαν τη μετάβασή της στην περίοδο της Γενουατοκρατίας. Με τη Συνθήκη του Νυμφαίου (1261) ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος εξασφάλισε τη συνδρομή των Γενουατών στην προσπάθειά του να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους, εκχωρώντας τους ως αντάλλαγμα σημαντικά εμπορικά προνόμια, ανοίγοντας δε παράλληλα στη Γένοβα το δρόμο προς πολλά λιμάνια του Αιγαίου. Στην περίπτωση της Χίου, η κυριαρχία των Γενουατών διακρίνεται σε δύο φάσεις. Στην πρώτη (1307-1329), η εξουσία παραδόθηκε από τους Βυζαντινούς στους αδελφούς Zaccaria, όταν οι πρώτοι στάθηκαν ανεπαρκείς να υπερασπίσουν το νησί από τις επίμονες επιδρομές των Τούρκων.

Μια ολιγόχρονη παρένθεση ανακατάληψης από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Παλαιολόγο έκλεισε το 1346 με την εκ νέου παράδοση της Χίου στους Γενουάτες -και συγκεκριμένα στην εταιρεία Mahona της οικογένειας Giustiniani. Για 220 χρόνια οι Γενουάτες Giustiniani νέμονταν την παραγωγή (μαστίχα, κρασί, μετάξι, εσπεριδοειδή), το εμπόριο και το εργατικό δυναμικό του νησιού με επιτυχία και αποτελεσματικότητα, αναδεικνύοντάς το σε μεγάλο και ανθηρό εμπορικό κέντρο της εποχής. Τμήμα του σχεδιασμού των Γενουατών για την περισσότερο συστηματική και προσοδοφόρα εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων της Χίου ήταν η οργάνωση ιδιότυπων μεσαιωνικών οχυρωμένων οικισμών στο νότιο τμήμα της, τα γνωστά ως Μαστιχοχώρια, όπως ο Ανάβατος, το Πυργί, τα Μεστά και οι Ολύμποι. Στην πόλη της Χίου και στην προς Ν. συνέχειά της εύφορη πεδιάδα του Κάμπου, ευδοκίμησε όχι μόνο η καλλιέργεια των εσπεριδοειδών, αλλά και η μνημειακή αρχιτεκτονική των πύργων των Γενουατών.

Η μακρά εποχή της οθωμανικής κατοχής άρχισε για τη Χίο το 1566, με την σχεδόν αμαχητί παράδοση στον Πιαλή πασά, και έληξε με την ενσωμάτωσή της στο νέο ελληνικό κράτος το 1912.

Τα προνόμια που παραχώρησαν οι Οθωμανοί στο νησί και αφορούσαν την απαλλαγή από φόρους, τη διατήρηση των περιουσιών της αριστοκρατίας, την ελεγχόμενη αυτοδιοίκηση και διεξαγωγή του εμπορίου, εξασφάλισαν στη Χίο σημαντικά προτερήματα και διαμόρφωσαν ένα καθεστώς ήπιας κυριαρχίας, το οποίο όμως δεν απέτρεψε την καθοδική φορά της ανάπτυξης του νησιού. Τον 18ο αι. η βαθιά τομή που συντελέστηκε στην χιώτικη κοινωνία ήταν στροφή προς την αστικοποίηση, γεγονός που ανέστρεψε δραστικά το μέχρι τότε κλίμα και εισήγαγε τη Χίο σε μια νέα περίοδο άνθισης και ακμής. Η επέκταση της εμπορικής δραστηριότητας στις μεγάλες αγορές της Δύσης δημιούργησε τις προϋποθέσεις ώστε να οργανωθεί η παραγωγή των μεταξωτών και της μαστίχας σε βιοτεχνικό πλαίσιο, να αναπτυχθεί το αστικό κέντρο και έφερε σε επαφή τους κατοίκους με τη δυτική παιδεία και κουλτούρα. Ως αποτέλεσμα, η οικονομία, μέσω του εμπορίου και των σχετικών με αυτό χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων, άνθισε παράλληλα με την παιδεία, όπως μαρτυρά και η ίδρυση της Σχολής της Χίου το 1792. Μελανές σελίδες στην ιστορία της Χίου αποτελούν η λεηλασία του νησιού και η σφαγή του πληθυσμού το 1822 από τους Τούρκους του Καρά Αλή, γεγονός που συγκλόνισε τον ευρωπαϊκό κόσμο, και ο σφοδρός καταστροφικός σεισμός του 1881.


Γλωσσάρι (3)

Παλαιοχριστιανική Περίοδος: η Παλαιοχριστιανική περίοδος τυπικά ξεκινά από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μ. Κωνσταντίνο στα 330 μ.Χ. και τη μεταφορά σε αυτή της έδρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, και λήγει με το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Α (565).
βασιλική: δρομικός τύπος εκκλησίας μεγάλων διαστάσεων. Εσωτερικά υποδιαιρούνταν συνήθως σε τρία ή και περισσότερα κλίτη. Κατά κανόνα το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από υπερυψωμένη στέγη που διατρυπάται από παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο.
κόγχη: η αψίδα. Εσωτερικά είναι ημικυκλική, ενώ εξωτερικά μπορεί να είναι πεταλόσχημη, ορθογώνια, τριφυλλόσχημη ή πολυγωνική.


Πληροφοριακά Κείμενα (3)

Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Το κάστρο: Η αναστάτωση και το κλίμα ανασφάλειας που προκάλεσαν οι αραβικές επιθέσεις στα νησιά του Αιγαίου στις αρχές 10ου αιώνα υποχώρησαν σημαντικά μετά την ανακατάληψη της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά το 961. Την περίοδο που ακολούθησε, η διασφάλιση των θαλάσσιων δρόμων τόνωσε το εμπόριο και πραγματοποιήθηκαν οχυρωματικά έργα σε μεγάλα λιμάνια, στο πλαίσιο μέριμνας της πρωτεύουσας για τη διαφύλαξη της αποκατεστημένης τάξεως στο Αιγαίο. Η ανέγερση του Κάστρου της Χίου ανάγεται στους τελευταίους χρόνους του 10ου αιώνα, αν και από τη βυζαντινή φάση αυτή της οχύρωσης δεν διατηρούνται κατάλοιπα. Το κάστρο, με κάτοψη ακανόνιστου πενταπλεύρου σχήματος, περικλείει έκταση 180.000 τ.μ. και ανήκει σε γενουατική διαμόρφωση των αρχών του 14ου αιώνα. Ο οχυρωματικός περίβολος διαιρούσε την πόλη στην εντός των τειχών, την Civitas Chii, όπου ήταν η έδρα της πολιτικής και στρατιωτικής αρχής, και στην εκτός των τειχών, το borgo. Η σημερινή του μορφή οφείλεται αφενός σε διαδοχικές προσθετικές και επισκευαστικές παρεμβάσεις Γενουατών, Βενετών και Οθωμανών, και αφετέρου στις εκτεταμένες φθορές του 19ου αιώνα, που προκλήθηκαν από το βομβαρδισμό του 1828, το σεισμό του 1881 και την κατεδάφιση του νοτίου σκέλους για την κατασκευή του νέου λιμανιού το 1896. Τα τείχη του κάστρου, χερσαία και επιθαλάσσια σε δυο πλευρές, ενισχύονταν με εννέα προμαχώνες, από τους οποίους σήμερα σώζονται οι οκτώ. Τα χερσαία τείχη περιβάλλονταν από τάφρο. Τρεις πύλες παρείχαν πρόσβαση στο εσωτερικό του κάστρου, η Κεντρική Πύλη (Porta Maggiore), στο νότιο άκρο, η Δυτική Πύλη (Portello) και η Θαλάσσια Πύλη (Porta di Marina), η οποία δεν σώζεται. Ενδιαφέροντα κτήρια και μνημεία διατηρούνται εντός των τειχών, μεταξύ των οποίων το Παλάτι Ιουστινιάνι, διώροφο κτίσμα του 15ου αιώνα, έδρα της γενουατικής διοίκησης, η Σκοτεινή Φυλακή, χώρος όπου το 1822 φυλακίστηκαν 74 προύχοντες του νησιού, οι οποίοι στη συνέχεια απαγχονίστηκαν, το οθωμανικό νεκροταφείο του Καρά Αλή, ο πύργος-παρατηρητήριο, γνωστός ως Κουλάς και η Κρύα Βρύση, η σημαντικότερη δεξαμενή του κάστρου. Τέλος, στο εσωτερικό του κάστρου σώζεται και ο ναός του Αγίου Γεωργίου, που μετατράπηκε σε τέμενος στην περίοδο της οθωμανικής κατοχής. Από τη φάση αυτή στην αυλή του ναού διατηρούνται μεντρεσές και κρήνη.
Το μοναστηριακό συγκρότημα της Νέας Μονής: Στη θέση ενός μικρού ναού που έχτισαν τρεις Χιώτες μοναχοί, ο Ιωάννης, ο Νικήτας και ο Ιωσήφ, προκειμένου να στεγάσουν τη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου, ιδρύθηκε στα μέσα του 11ου αιώνα το μεγαλοπρεπές μοναστηριακό συγκρότημα της Νέας Μονής στη Χίο. Η ανέγερση της Νέας Μονής συνδέεται κατά την παράδοση με την προφητεία των τριών μοναχών για την ανάρρηση στον αυτοκρατορικό θρόνο του Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου (1042-1055). Ο Κωνσταντίνος μετά τη στέψη του, ανταμείβοντας την επαλήθευση της προφητείας, ικανοποίησε το αίτημα των μοναχών να κτιστεί νέος ναός χάριν της Παναγίας. Με δαψιλή αυτοκρατορική δαπάνη οικοδομήθηκε και διακοσμήθηκε το καθολικό, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1045, ενώ στη συνέχεια η Μονή ευεργετήθηκε με πολλά προνόμια και δωρεές, τόσο από τον Κωνσταντίνο Μονομάχο, όσο και από τους επόμενους αυτοκράτορες. Έχοντας ως πρότυπο τον μικρό ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, το καθολικό της Νέας Μονής αρχιτεκτονικά ανήκει στον απλό –λεγόμενο και νησιωτικό- οκταγωνικό τύπο με νάρθηκα και εξωνάρθηκα. Αποτελεί το παλαιότερο και πληρέστερο δείγμα του τύπου και εμφανίζει έντονα στοιχεία επίδρασης της αρχιτεκτονικής της πρωτεύουσας.Το χαρακτηριστικό του τύπου είναι ότι η οκταγωνική μορφή της εκκλησίας δεν διαγράφεται στην περίμετρο του κτίσματος αλλά προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο ο τετράγωνος χαμηλά χώρος του κυρίως ναού μετατρέπεται ψηλότερα σε οκτάπλευρο μέσω τεσσάρων στενών ημιχωνίων στις γωνίες. Στο επίπεδο αυτό διαμορφώνεται ένα οκτάγωνο με εναλλαγή κογχών και ημιχωνίων, πάνω στο οποίο στηρίζεται ο δωδεκάπλευρος τρούλος, ο οποίος πατά στους εξωτερικούς τοίχους χωρίς τη μεσολάβηση εσωτερικών στηριγμάτων, προσφέροντας ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Ανάλογος της αρχιτεκτονικής προσωπικότητας του μνημείου είναι ο εσωτερικός διάκοσμος του ναού. Η πολυτελής ορθομαρμάρωση σε συνδυασμό με τις λαμπρές ψηφιδωτές συνθέσεις μαρτυρούν την οικονομική ακμή και ευμάρεια, καθώς και την αυτοκρατορική μέριμνα για την ενίσχυση μονών και εκκλησιαστικών ιδρυμάτων την εποχή αυτή. Τα ψηφιδωτά της Νέας Μονής, έργα υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας που απηχούν τις τάσεις της πρωτεύουσας, αφίστανται της πνευματικότητας και της αφαίρεσης του διακόσμου της Μονής Δαφνίου και του Οσίου Λουκά. Η ευχέρεια στη χρήση του χρώματος, ο χρυσός κάμπος και η διάρθρωση των πολυπρόσωπων συνθέσεων επιτυγχάνει την εκφραστικότητα του αποτελέσματος και τη βαθιά πνευματικότητα των μορφών. Ως χαρακτηριστικό δείγμα μοναστηριακού συγκροτήματος των βυζαντινών χρόνων, η Νέα Μονή προστατευόταν από υψηλό περίβολο, ο οποίος περιέκλειε –πέραν του καθολικού- την Τράπεζα, δεξαμενή και πτέρυγες κελιών. Σημαντικές φθορές υπέστη το συγκρότημα το 1822, όταν πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε από τους Οθωμανούς, και το 1881, λόγω ισχυρού σεισμού. Το 1990 η Νέα Μονή Χίου -μαζί με τη Μονή Δαφνίου και τον Όσιο Λουκά- περιελήφθη στο Διεθνή Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO ως μοναδικό καλλιτεχνικό επίτευγμα και ως εξαίρετο δείγμα αρχιτεκτονικού συνόλου.


Βιβλιογραφία (7)

1. -------------------, Ζαχαρού-Λουτράρη Α., Πέννα Β., Μανδαλά Τ., Τα Μνημεία της Χίου. Χίος: Ιστορία και Τέχνη, Χίος, 1988

2. Καββαδία Αρ., ‘Μετζιτιέ Τζαμί’ σε Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα, 2009

3. Γκιολές Νικόλαος, Βυζαντινή Ναοδομία (600-1204), Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1992

4. Μουρίκη Ντ., Τα ψηφιδωτά της Νέας Μονής Χίου, Αθήνα, 1985

5. Μπούρας Χαράλαμπος, Χίος: Οδηγοί της Ελλάδος, Αθήνα, 1974

6. Σκαμπαβίας Κ., Η Νέα Μονή Χίου: Ιστορία και Τέχνη, Αθήνα, 2004

7. Ενημερωτικό φυλλάδιο Βυζαντινού Μουσείου Χίου


Σχόλια (0)