Το νησί


Η Λέσβος αποτελεί το τρίτο σε μέγεθος νησί του αρχιπελάγους του Αιγαίου. Είναι ένα νησί πλούσιο σε φυσικούς πόρους και καταλαμβάνει νευραλγική γεωγραφική θέση, πλησίον των στενών του Ελλησπόντου και των μικρασιατικών παραλίων. Ήδη από την πρώιμη αρχαιότητα ανέπτυξε το δικό της ξεχωριστό πολιτισμό και συνέβαλλε αποφασιστικά στο πολύμορφο μωσαϊκό του αιγαιακού πολιτισμού.

Στο νησί έχουν εντοπιστεί ίχνη ζωής ήδη από τη νεολιθική περίοδο, ενώ από τον 9ο αι. και εξής εμφανίζεται συνεχής κατοίκιση. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. η μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη και η εξάπλωση του χριστιανισμού, επηρέασαν τη Λέσβο λόγω της γειτνίασής της, τόσο με τη Βασιλεύουσα, όσο και με τα μεγάλα κέντρα της Ανατολής. Η επίσκεψη του αποστόλου Παύλου το 52 μ.Χ. φαίνεται πως εισήγαγε τη νέα θρησκεία στο νησί· οι πηγές όμως δεν διαφωτίζουν το πότε εξαπλώθηκε ο χριστιανισμός στη Λέσβο. Βέβαιο είναι πως στο α’ τέταρτο του 4ου αι. η Μυτιλήνη είχε Επισκοπή, καθώς ο επίσκοπός της Γρηγόριος μνημονεύεται πως έλαβε το 325 μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας. Με την έναρξη του 6ου αι. Επισκοπή φαίνεται πως απέκτησε και η Μήθυμνα.

Η οικονομική ευμάρεια των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων αποτυπώνεται στα λείψανα ιδιωτικών οικιών, όπως της λεγόμενης Οικίας του Μενάνδρου, πολυτελούς κατοικίας του 4ου αι. διακοσμημένης με ψηφιδωτά δάπεδα, και στα κατάλοιπα των κοινόχρηστων και δημοσίων κτηρίων, όπως το μεγαλοπρεπές συγκρότημα θερμών και το μεγάλο θολοσκεπές οικοδόμημα δημόσιας χρήσης με ψηφιδωτά δάπεδα στην πόλη της Μυτιλήνης.

 Σε ολόκληρο το νησί έχει εντοπιστεί πλήθος παλαιοχριστιανικών βασιλικών, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν: οι ναοί του Αγίου Δημητρίου Υψηλομετώπου, Αγίου Ανδρέα και Αφεντέλλη στην Ερεσόκαι oι βασιλικές των Λουτρών, του Χαλινάδου και της Αχλαδερής (το μεγαλύτερο ως προς την έκταση από τα μέχρι σήμερα ανασκαφέντα πρωτοχριστιανικά μνημεία). Στην πόλη της Μυτιλήνης ψηφιδωτά δάπεδα που έχουν αποκαλυφθεί σε διάφορα σημεία της πόλης εντός του σύγχρονου πολεοδομικού ιστού και στην περιοχή του λιμανιού ανήκουν σε ναούς της εποχής.  Η συνέχεια της παράδοσης στην Ψηφοθετική είναι εμφανής και η ομοιότητα των έργων δεν περιορίζεται μόνο στην τεχνική της κατασκευής, αλλά και στα διακοσμητικά θέματα που επαναλαμβάνονται πανομοιότυπα και μαρτυρούν μια λεπτή σχεδιαστική και χρωματική αίσθηση.

Επίσης, στους χρόνους του Ιουστινιανού τοποθετείται η πρώτη οικοδομική φάση του κάστρου της Μήθυμνας και της πόλης της Μυτιλήνης.

Κατά τον 7ο και 8ο τη Λέσβο μάστισαν οι αραβικές επιδρομές που επέφεραν μείωση του πληθυσμού και σημαντική οικονομική ύφεση. Η οικοδομική δραστηριότητα ανακόπηκε, με αποτέλεσμα να απουσιάζουν ίχνη μνημείων της εποχής. Τον 9ο αι., και παρά τις επανειλημμένες επιδρομές Σαρακηνών και Ρώσων, η Λέσβος φαίνεται να ανακάμπτει. Μέχρι και τον 11ο αι. το νησί θα αποτελέσει τόπο εξορίας επιφανών προσώπων, μεταξύ των οποίων ο Κωνσταντίνος Θ’, ο Μονομάχος, πριν γίνει αυτοκράτορας.

Στα τέλη του 11ου αι. το νησί κλυδωνίζεται εκ νέου από δύο επιδρομές του Τούρκου Τζαχά, ο οποίος κατόρθωσε να καταλάβει ολόκληρο το νησί, πλην της Μήθυμνας. Η επέμβαση των Βυζαντινών: Κωνσταντίνου Δαλασσηνού και Ιωάννη Δούκα για ανακατάληψη του νησιού απέβη –τελικά– επιτυχής. Στα χρόνια αυτά, φαίνεται πως ανήκει η επισκευή του κάστρου της Μυτιλήνης από τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό. Από το 1128 μέχρι και το 1204 τη σκυτάλη στη διεκδίκηση του νησιού αναλαμβάνουν οι Ενετοί με επαναλαμβανόμενες επιδρομές.  Με την κατάλυση της αυτοκρατορίας από τους Φράγκους, η Λέσβος περιέρχεται στο Λατίνο αυτοκράτορα μέχρι το 1261, όταν  με την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο επανεντάσσεται στο βυζαντινό κράτος.

Νωρίτερα την ίδια χρονιά, το 1261, υπογράφηκε μεταξύ του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου και των Γενουατών η συνθήκη του Νυμφαίου, με την οποία οι δύο δυνάμεις πέτυχαν να εξοβελίσουν τους Βενετούς από το Αιγαίο παραχωρώντας αποκλειστικά στους Γενουάτες την κυριότητα πολλών λιμανιών των νησιών, καθώς και την ελεύθερη εμπορική δραστηριότητα σε όλα τα λιμάνια της αυτοκρατορίας. Τότε ήταν που στη Λέσβο ιδρύθηκε η πρώτη γενουατική εμπορική παροικία. Το 1335 ολόκληρο το νησί κατελήφθη από τον Γενουάτη Δομήνικο Κατάνια (Domenico Cattaneo), ο οποίος μέχρι τότε είχε την έδρα του στη Νέα Φώκαια. Η προσπάθεια των Bυζαντινών υπό τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ’ Παλαιολόγο να απωθήσει τον Κατάνια κατέληξε έναν χρόνο αργότερα σε συνθηκολόγηση των δύο δυνάμεων με την παραμονή των Γενουατών στη Λέσβο και την φόρου υποτέλεια του νησιού στο βυζαντινό κράτος.

Μια νέα φάση της Γενουατοκρατίας ξεκίνησε για τη Λέσβο λίγα χρόνια αργότερα, το 1355, όταν ο Γενουάτης έμπορος Φραγκίσκος Γατελούζος (Francesco I Gattilusio), σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια που παρείχε στον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο να ανακτήσει το θρόνο του Βυζαντίου, παντρεύτηκε την αδελφή του, Μαρία Παλαιολογίνα, και έλαβε ως προίκα και ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του το νησί. Από τα πρώτα έργα που ανέλαβε ο Φραγκίσκος Γατελούζος ήταν η ανοικοδόμηση και ενίσχυση του κάστρου της Μυτιλήνης. Ο σφοδρός σεισμός όμως που σημειώθηκε το 1384 δεν προκάλεσε μόνο σοβαρές ζημιές στο κάστρο, αλλά έπληξε και την οικογένεια του Φραγκίσκου και της Μαρίας Παλαιολογίνας, καθώς μόνο ο μικρότερος γιoς τους διασώθηκε του σεισμού. Η περίοδος των Γατελούζων έληξε για τη Λέσβο το 1462, με την παράδοση του νησιού στους Οθωμανούς του Μωάμεθ Β’.


Γλωσσάρι (3)

ψηφιδωτό: σχέδιο ή παράσταση που σχηματίζεται με τη συναρμολόγηση και συγκόλληση ποικιλόχρωμων ψηφίδων. Ψηφιδωτή διακόσμηση μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις επιφάνειες ενός κτιρίου, δάπεδο τοίχους ή οροφή.
Παλαιοχριστιανική Περίοδος: η Παλαιοχριστιανική περίοδος τυπικά ξεκινά από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μ. Κωνσταντίνο στα 330 μ.Χ. και τη μεταφορά σε αυτή της έδρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, και λήγει με το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Α (565).
βασιλική: δρομικός τύπος εκκλησίας μεγάλων διαστάσεων. Εσωτερικά υποδιαιρούνταν συνήθως σε τρία ή και περισσότερα κλίτη. Κατά κανόνα το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από υπερυψωμένη στέγη που διατρυπάται από παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο.


Πληροφοριακά Κείμενα (5)

Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Ιουστινιανός Α' (περ. 482-565): Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (527-565). Διαδέχθηκε στον θρόνο τον θείο του Ιουστίνο Α΄. Από τις πρώτες ενέργειες του Ιουστινιανού ήταν η αναδιοργάνωση του φορολογικού συστήματος, ενώ συγκέντρωσε και επανακωδικοποίησε τους νόμους του Θεοδοσίου. Αναμείχθηκε προσωπικά και σε θρησκευτικές διαμάχες και συγκάλεσε την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο (553). Ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ως ορθόδοξο αυτοκράτορα και έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών. Πολλές από τις ενέργειές του, κυρίως σε πολιτικό και φορολογικό επίπεδο, προκάλεσαν την έντονη δυσαρέσκεια συγκλητικών και φατριών και οδήγησαν στη Στάση του Νίκα. Ανέπτυξε έντονη οικοδομική δραστηριότητα, χτίζοντας μόνο στην Κωνσταντινούπολη 30 εκκλησίες, ανάμεσα τους και την περίφημη εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική, αντιμετώπισε με επιτυχία τους Πέρσες και τους Βάνδαλους στην Ανατολή και επικεντρώθηκε στην ανάκτηση της Δύσης. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε προσωρινά εξαντλώντας όμως την αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα οι βάρβαροι της Βαλκανικής να λεηλατήσουν την ελληνική χερσόνησο μέχρι τον Ισθμό και βαρβαρικοί πληθυσμοί να εγκατασταθούν στα σύνορα. Οι πολεμικές του δραστηριότητες ωστόσο εξάντλησαν το Βυζάντιο σε χρήμα και στρατό και εν τέλει δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα, καθώς η Ιταλία όπως και οι άλλες περιοχές που είχε κατακτήσει σύντομα χάθηκαν ξανά. Έτσι, μετά τον θάνατό του, η αυτοκρατορία, αποδυναμωμένη, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις, με αποκορύφωμα τις αραβικές κατακτήσεις, που θα αναιρέσουν το μεγαλύτερο μέρος των εξωτερικών επιτευγμάτων του Ιουστινιανού.
Αλέξιος Α' Κομνηνός: Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 1081 ως το 1118, ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών. Γιος του Ιωάννη Κομνηνού και της Άννας Δαλασσηνής, ξεκίνησε ως στρατηγός στον αυτοκρατορικό στρατό. Χρησιμοποιώντας τη θέση του αυτή επαναστάτησε και, έχοντας την υποστήριξη της στρατιωτικής αριστοκρατίας, κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την 1η Απριλίου του 1081, οπότε και χρίστηκε αυτοκράτορας. Η αυτοκρατορία όπως την παρέλαβε ο Αλέξιος βρισκόταν σε πολύ κρίσιμη καμπή, καθώς έπρεπε να αντιμετωπιστούν εξεγέρσεις της αριστοκρατίας· οι Σελτζούκοι είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας, ενώ η πρωτεύουσα και οι παραδουνάβιες επαρχίες δέχονταν επιθέσεις. Οι επιδρομές αυτές συνεχίστηκαν με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση για αρκετά χρόνια. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες, ο Αλέξιος στράφηκε στη Δύση, όπου σύνηψε συμμαχίες με τους Βενετούς και τους Γερμανούς. Όσον αφορά στην εσωτερική του πολιτική, προσπάθησε να εξυγιάνει και να αναζωογονήσει την οικονομία και το εμπόριο, αλλά και να συγκρατήσει την υποτίμηση του βυζαντινού νομίσματος, ενώ θεσμοθέτησε νέους διοικητικούς τίτλους για να αντικατασταθούν οι παλιοί. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου, έλαβε χώρα και η πρώτη Σταυροφορία. Ο Αλέξιος προσπάθησε να αντιμετωπίσει με τη διπλωματία τους σταυροφόρους που κατέφθαναν κατά ομάδες στα εδάφη του και τους παραχώρησε πλοία για να περάσουν στη Μικρά Ασία. Έπειτα από πολλές διαπραγματεύσεις, οι αρχηγοί των σταυροφόρων δεσμεύτηκαν: από τις καταλήψεις τους να παραδώσουν σε βυζαντινή διοίκηση όσα εδάφη ανήκαν προηγουμένως ανήκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ωστόσο, o Αλέξιος δεν κατάφερε να αποτρέψει την κατάληψη της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους. Πέθανε το 1118.
Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος (1224/5-1282): Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 1259 έως το 1282. Υπήρξε ο ιδρυτής της δυναστείας των Παλαιολόγων. Ξεκίνησε την καριέρα του ως στρατιωτικός, και, εκμεταλλευόμενος τη σύγχυση που ακολούθησε τον θάνατο του Θεοδώρου, συμμετείχε σε συνωμοσίες της αριστοκρατίας για να ανέλθει στο θρόνο. Τελικά, στις 13 Ιουλίου του 1261 κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη και στέφθηκε αυτοκράτορας αγνοώντας τον συναυτοκράτορά του νεαρό Ιωάννη Δ’ Λάσκαρη. Ικανός διπλωμάτης αλλά και στρατιωτικός, διεξήγαγε νικηφόρους πολέμους στην προσπάθειά του να ανορθώσει την αυτοκρατορία, ενώ αναδιοργάνωσε την άμυνα της Κωνσταντινούπολης. Αυτό ωστόσο που θα χαρακτήριζε τελικά τη βασιλεία του, είναι οι προσπάθειες για την επανένωση των δύο εκκλησιών, καθώς πίστευε ότι έτσι θα διασφάλιζε τη βιωσιμότητα του κράτους του. Πέθανε στο Παχώμιο της Ανατολικής Θράκης τον Δεκέμβριο του 1282. Ο διάδοχός του Ανδρόνικος μετέφερε τη σωρό του στη Θράκη, όπου ενταφιάστηκε χωρίς να ψαλεί νεκρώσιμη ακολουθία, καθώς ο Μιχαήλ Παλαιολόγος είχε πεθάνει ως «λατινόφρων».
Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος: Αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 1328 έως το 1341. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ανδρόνικος Γ΄ κατέλαβε την εξουσία με ήπιο πραξικόπημα κατά του παππού του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου. Την κατάληψη του θρόνου ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος που διήρκεσε με διακοπές από το 1321 ως το 1328, και εξάντλησε την αυτοκρατορία. Ως αυτοκράτορας, ο Ανδρόνικος επέδειξε στρατιωτικές, πολιτικές αλλά και διπλωματικές ικανότητες. Επιχείρησε να καταπολεμήσει τη διαφθορά, ενίσχυσε το στρατό και επανίδρυσε το ναυτικό που είχε καταργήσει ο Ανδρόνικος Β΄, και προέβη σε σημαντικές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις. Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική, απέτυχε να σταματήσει την προέλαση των Οθωμανών στην Μικρά Ασία, ενώ κατόρθωσε να επιβάλλει Βυζαντινό διοικητή στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, επαναφέροντάς τες κάτω από τον αυτοκρατορικό έλεγχο. Ακόμη, σταμάτησε την προέλαση των Σέρβων στην Μακεδονία και των Βουλγάρων στη Θράκη. Πέθανε τον Ιούνιο του 1341, χωρίς να έχει ορίσει διάδοχο.


Βιβλιογραφία (8)

1. Σκαμπαβίας Κ., ‘Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Μυτιλήνη, Λέσβος’ σε Από τη Σαπφώ στον Ελύτη, Αθήνα, 1995

2. Κάστρο Μυτιλήνης – Το μνημείο στους αιώνες και η ανάδειξή του, Υπουργείο Πολιτισμού – 14η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Μυτιλήνη , 2007

3. Αχειλαρά, Λ., Το Κάστρο της Μυτιλήνης, Αθήνα, 1999

4. Κάστρων Περίπλους – Castrorum Circumnavigatio, Αθήνα, 2008

5. Λούπου Α.-Χ., ‘Μεντρεσές Βελή Πασά’ σε Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα, 2009

6. Λούπου Α.-Χ., ‘Τεκές’ σε Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα, 2009

7. Λούπου-Ρόκου Α.-Χ., Αιγαίο: Κάστρα και Καστέλλια, Αθήνα, 1999

8. Τζιμής Σ., Γιαννακάς Β. κ.α', Ιστορία της Λέσβου, Μυτιλήνη , 1996


Σχόλια (0)