Η πόλη στο Βυζάντιο


Η Βυζαντινή αυτοκρατορία, στους πρώτους αιώνες αποτελούνταν κυρίως από πόλεις που επέζησαν από την αρχαιότητα και είχαν έντονα αποτυπωμένο στον πολεοδομικό τους ιστό το πνεύμα του αρχαίου κόσμου. Τον 6ο αιώνα στην Ανατολή υπάρχουν καταγεγραμμένες περισσότερες από 900 πόλεις, οι σημαντικότερες από τις οποίες ήταν η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια. Με την καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους και τον σταδιακό εκχριστιανισμό των πόλεων, η Εκκλησία και η κεντρική εξουσία πρωταγωνιστούν στη δημόσια ζωή, ενώ οι κατοικίες, οι δρόμοι και οι πλατείες επηρεάζονται κι αυτές από τις σημαντικές αλλαγές που συντελούνται στις δομές και τις προτεραιότητες της πόλης.

Από την εποχή του Ιουστινιανού και κυρίως μετά τον 9ο αιώνα σε όλη την βυζαντινή αυτοκρατορία κτίζονται αναρίθμητες πόλεις – κάστρα που είχαν ως στόχο την προστασία των κατοίκων και των συνόρων από τις συνεχόμενες εχθρικές επιδρομές. Τα κάστρα οικοδομούνται σε φυσικά οχυρές θέσεις, σε κορυφές λόφων ή βουνών, από τις οποίες εξασφαλιζόταν ο έλεγχος των δρόμων και των περασμάτων που υπήρχαν στην ενδοχώρα.  Εξωτερικά, τα κάστρα προστατεύονταν από οχυρωματικούς περιβόλους με πύργους ενώ στο εσωτερικό τους διαμορφώνονταν δρόμοι που ξεκινούσαν από τις πύλες της οχύρωσης και οδηγούσαν στους χώρους του οικισμού. Οι δρόμοι αυτοί ήταν κατά κανόνα στενοί, ανηφορικοί και λιθόστρωτοι, ενώ το πλάτος τους διέφερε ανάλογα με το διαθέσιμο χώρο. Εκατέρωθέν τους αναπτύσσονταν οι οικίες, οι οποίες συχνά ήταν μονώροφες ή διώροφες και βρίσκονταν σε άμεση επαφή μεταξύ τους. 

Στις βυζαντινές πόλεις- κάστρα επικρατούσε γενικά άναρχη δόμηση και στενότητα χώρου που είχε ως αποτέλεσμα σχεδόν την έλλειψη μεγάλων πλατειών και εξαρχής σχεδιασμένων ελεύθερων χώρων. Οι διαθέσιμοι ανοιχτοί χώροι περιορίζονταν γύρω από τους ναούς και τους περιβόλους των μοναστηριών, και συχνά λειτουργούσαν και ως χώροι πανηγύρεων, αγοραπωλησιών και κοινωνικής συναναστροφής. Βαθμιαία, οι χώροι αυτοί εξελίχθηκαν σε σημεία αναφοράς της κοινωνικής ζωής των Βυζαντινών και αποτέλεσαν τους πυρήνες γύρω από τους οποίους οργανώνονταν οι συνοικίες της πόλης. Κατά την Ύστερη, και κυρίως κατά τη Μεταβυζαντινή περίοδο, οι ενοριακοί ναοί έδιναν το όνομά τους στις συνοικίες (μαχαλάδες), όπου βρίσκονταν. Σε όλες τις βυζαντινές πόλεις, εκτός και κυρίως εντός των τειχών ιδρύονταν μοναστήρια, τα οποία σύντομα εξελίχθηκαν σε κέντρα πνευματικής ζωής με σημαντική οικονομική και κοινωνική δύναμη. 




Γλωσσάρι (0)


Πληροφοριακά Κείμενα (2)

Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Ιουστινιανός Α' (περ. 482-565): Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (527-565). Διαδέχθηκε στον θρόνο τον θείο του Ιουστίνο Α΄. Από τις πρώτες ενέργειες του Ιουστινιανού ήταν η αναδιοργάνωση του φορολογικού συστήματος, ενώ συγκέντρωσε και επανακωδικοποίησε τους νόμους του Θεοδοσίου. Αναμείχθηκε προσωπικά και σε θρησκευτικές διαμάχες και συγκάλεσε την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο (553). Ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ως ορθόδοξο αυτοκράτορα και έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών. Πολλές από τις ενέργειές του, κυρίως σε πολιτικό και φορολογικό επίπεδο, προκάλεσαν την έντονη δυσαρέσκεια συγκλητικών και φατριών και οδήγησαν στη Στάση του Νίκα. Ανέπτυξε έντονη οικοδομική δραστηριότητα, χτίζοντας μόνο στην Κωνσταντινούπολη 30 εκκλησίες, ανάμεσα τους και την περίφημη εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική, αντιμετώπισε με επιτυχία τους Πέρσες και τους Βάνδαλους στην Ανατολή και επικεντρώθηκε στην ανάκτηση της Δύσης. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε προσωρινά εξαντλώντας όμως την αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα οι βάρβαροι της Βαλκανικής να λεηλατήσουν την ελληνική χερσόνησο μέχρι τον Ισθμό και βαρβαρικοί πληθυσμοί να εγκατασταθούν στα σύνορα. Οι πολεμικές του δραστηριότητες ωστόσο εξάντλησαν το Βυζάντιο σε χρήμα και στρατό και εν τέλει δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα, καθώς η Ιταλία όπως και οι άλλες περιοχές που είχε κατακτήσει σύντομα χάθηκαν ξανά. Έτσι, μετά τον θάνατό του, η αυτοκρατορία, αποδυναμωμένη, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις, με αποκορύφωμα τις αραβικές κατακτήσεις, που θα αναιρέσουν το μεγαλύτερο μέρος των εξωτερικών επιτευγμάτων του Ιουστινιανού.


Βιβλιογραφία (0)


Σχόλια (0)