Η κοινωνική ζωή στο Βυζάντιο


Στο δημόσιο βίο των Βυζαντινών η κοινωνική ζωή ήταν συνυφασμένη με την Εκκλησία και την κεντρική εξουσία. Οι μεγάλες χριστιανικές γιορτές γίνονταν συνήθως αφορμή εορτασμών και πανηγυρικών εκδηλώσεων στους δρόμους, τις πλατείες και κυρίως στις εκκλησίες που σταδιακά εξελίχτηκαν σε βασικούς τόπους κοινωνικής συναναστροφής. Ωστόσο, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις των πρώτων χριστιανικών αιώνων οι κοσμικές διασκεδάσεις και θεάματα που παρουσιάζονταν στο θέατρο και στον ιππόδρομο ήταν πολύ αγαπητά και συνδεδεμένα με την κοινωνική ζωή. Ειδικά το θέατρο στο Βυζάντιο δεν είχε την παιδευτική διάσταση του αρχαίου κλασικού δράματος, δεν έπαψε όμως να προσφέρει ευκαιρίες για διασκέδαση.

Διαφορετική ήταν και η θέση του αθλητισμού στο Βυζάντιο. Ο ρόλος του διαφέρει ουσιαστικά από εκείνον που είχε στην αρχαιοελληνική κοινωνία: η άθληση, συνυφασμένη με τη σωματική ρώμη, την υγεία και την αυτάρκεια του πολίτη της αρχαίας πόλης-κράτους, δεν ήταν δυνατόν να συμβαδίσει με τους όρους και τις αξίες της ζωής του υπηκόου της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, στη νομοθεσία του Ιουστινιανού   συμπεριλαμβάνονται στα επιτρεπόμενα αγωνίσματα η πάλη, το άλμα εις ύψος, το άλμα εις μήκος και ο ακοντισμό. Παραδοσιακοί αθλητικοί χώροι, όπως το στάδιο, το γυμνάσιο και η παλαίστρα συνέχισαν να είναι σε χρήση κατά τους πρώιμους αιώνες, αλλά καθώς η οικονομική ύφεση προχωρούσε, από τον 6ο αιώνα και μετά αφέθηκαν χωρίς συντήρηση, με αποτέλεσμα να γίνουν ερείπια.

Στην κοινωνική ζωή των Βυζαντινών ανήκε και η επίσκεψή τους στο λουτρό. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες στις πόλεις υπήρχαν μεγάλα λουτρικά συγκροτήματα, που συνέχιζαν την παράδοση της αρχαιότητας και προσέλκυαν πολλούς πολίτες καθώς λειτουργούσαν όχι μόνο ως χώροι ατομικής και υγιεινής και χαλάρωσης αλλά και ως τόποι συνεύρεσης και κοινωνικών επαφών. Οι πολίτες περνούσαν εκεί μεγάλο μέρος της μέρας τους αφού, εκτός από το μπάνιο τους, απολάμβαναν τις χαλαρωτικές ιδιότητες του νερού και έρχονταν σε επαφή με φίλους και οικείους, συζητούσαν για τις δουλειές τους, ενημερώνονταν και αντάλλασσαν απόψεις. Με το πέρασμα των αιώνων όμως και κυρίως από τον 7ο αιώνα οι μεγάλες Θέρμες έπεσαν σε αχρηστία και σε ερείπωση, εξαιτίας της μείωσης του πληθυσμού, της έλλειψης πόρων για εξασφάλιση νερού και του υψηλού κόστους της συντήρησής τους. Σταδιακά τόσο ο αριθμός όσο και το μέγεθος των λουτρών στην πρωτεύουσα αλλά και στις πόλεις της επαρχίας μειώθηκε σημαντικά. Σήμερα, σώζονται ελάχιστα βυζαντινά λουτρά, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης αλλά και το λουτρό που ανήκε στη Μονή Καισαριανής.


Γλωσσάρι (1)

θέρμες: δημόσια ή ιδιωτικά λουτρά. Εμφανίζονται κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο και η χρήση τους υιοθετείται και από τους Βυζαντινούς.


Πληροφοριακά Κείμενα (2)

Ιουστινιανός Α' (περ. 482-565): Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (527-565). Διαδέχθηκε στον θρόνο τον θείο του Ιουστίνο Α΄. Από τις πρώτες ενέργειες του Ιουστινιανού ήταν η αναδιοργάνωση του φορολογικού συστήματος, ενώ συγκέντρωσε και επανακωδικοποίησε τους νόμους του Θεοδοσίου. Αναμείχθηκε προσωπικά και σε θρησκευτικές διαμάχες και συγκάλεσε την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο (553). Ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ως ορθόδοξο αυτοκράτορα και έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών. Πολλές από τις ενέργειές του, κυρίως σε πολιτικό και φορολογικό επίπεδο, προκάλεσαν την έντονη δυσαρέσκεια συγκλητικών και φατριών και οδήγησαν στη Στάση του Νίκα. Ανέπτυξε έντονη οικοδομική δραστηριότητα, χτίζοντας μόνο στην Κωνσταντινούπολη 30 εκκλησίες, ανάμεσα τους και την περίφημη εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική, αντιμετώπισε με επιτυχία τους Πέρσες και τους Βάνδαλους στην Ανατολή και επικεντρώθηκε στην ανάκτηση της Δύσης. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε προσωρινά εξαντλώντας όμως την αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα οι βάρβαροι της Βαλκανικής να λεηλατήσουν την ελληνική χερσόνησο μέχρι τον Ισθμό και βαρβαρικοί πληθυσμοί να εγκατασταθούν στα σύνορα. Οι πολεμικές του δραστηριότητες ωστόσο εξάντλησαν το Βυζάντιο σε χρήμα και στρατό και εν τέλει δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα, καθώς η Ιταλία όπως και οι άλλες περιοχές που είχε κατακτήσει σύντομα χάθηκαν ξανά. Έτσι, μετά τον θάνατό του, η αυτοκρατορία, αποδυναμωμένη, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις, με αποκορύφωμα τις αραβικές κατακτήσεις, που θα αναιρέσουν το μεγαλύτερο μέρος των εξωτερικών επιτευγμάτων του Ιουστινιανού.
Η μονή Καισαριανής: Η Mονή Καισαριανής, αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου, βρίσκεται στη δυτική κλιτύ του Υμηττού, μέσα σε δενδρόφυτο τοπίο με πηγές, δύο περίπου χιλιόμετρα από τον ομώνυμο Δήμο. Το μοναστήρι αναφέρεται ως Καισαριανή σε επιστολή του Μιχαήλ Χωνιάτη το 1200, ενώ το 1208, αφού έχει πλέον περάσει στα χέρια καθολικών μοναχών, ως Santa Syriani από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ’. Η Μονή υπαγόταν απευθείας στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και είχε εξασφαλίσει διάφορα προνόμια, καθώς και φορολογική απαλλαγή, γεγονός που την οδήγησε σε οικονομική ευρωστία κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε και στα χρόνια της Φραγκοκρατίας αλλά και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, και φανερώνει τη μεγάλη ισχύ και επιρροή των ηγουμένων της Μονής. Το 1833 διαλύθηκε με διάταγμα της Αντιβασιλείας του Όθωνα. Το πρώτο χριστιανικό κέντρο βρισκόταν σε ύψωμα νοτιοδυτικά, στη θέση του Κοιμητηρίου των Πατέρων. Σήμερα, στη θέση αυτή σώζονται τα λείψανα παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 5ου-6ου αιώνα, όπου και κτίσθηκε τον 10ο αιώνα άλλος ναός. Νότια και σε επαφή με το ναό αυτό κτίσθηκε στα χρόνια της Φραγκοκρατίας η καθολική εκκλησία του Αγίου Μάρκου, απ’ όπου και η ονομασία Φραγκομονάστηρο. Στα δυτικά τους σώζεται ο νεότερος ναός των Ταξιαρχών του 17ου αι. Το μοναστηριακό κέντρο μεταφέρθηκε τον 11ο αι. στην ασφαλέστερη σημερινή του θέση. Από τα κτίρια της Μεσοβυζαντινής περιόδου σώζονται σήμερα το καθολικό και ο λουτρώνας – ένα από τα ελάχιστα δείγματα μοναστηριακών λουτρώνων που σώζονται στον ελλαδικό χώρο. Τα υπόλοιπα κτίσματα (τράπεζα, εστία, κελιά) είναι μεταγενέστερα. Τα κελιά αναπτύσσονται στη νότια πλευρά του περιβόλου που από ανασκαφική έρευνα διαπιστώθηκε ότι θεμελιώνονται στα ερείπια βυζαντινών κελιών. Η κύρια, διώροφη σήμερα, πτέρυγα διαχωρίζεται από τριώροφο κτίσμα, που είναι γνωστό ως Πύργος των Μπενιζέλων. Ο ναός ανήκει στον τύπο του ημισύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου. Η τοιχοδομία ακολουθεί το χαρακτηριστικό, για τον ελλαδικό χώρο, πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Ο εξωτερικός διάκοσμός είναι λιτός, με οδοντωτές ταινίες και γείσα μόνο στον τρούλο, ενώ δεν υπάρχουν κουφικά κοσμήματα ή άλλα πλίνθινα διακοσμητικά στοιχεία. Ο τρούλος φωτίζεται από οκτώ μονόλοβα παράθυρα που περιβάλλονται από διπλά πλίνθινα τόξα. Χαρακτηριστικό είναι το μεγάλο λίθινο τόξο στη βόρεια κεραία του ναού το οποίο διακρίνεται για την αρτιότητα της λάξευσης των λίθων. Στη αψίδα του ιερού υπάρχει μεγάλο δίλοβο παράθυρο με πινάκιο στο πάνω μέρος. Εσωτερικά, οι κίονες που στηρίζουν τον τρούλο προέρχονται από προγενέστερα κτίρια, ενώ το μαρμάρινο τέμπλο που σήμερα σώζεται αναστηλωμένο, είναι σύγχρονο με τον ναό. Για τη χρονολογία ανέγερσης του καθολικού υπάρχουν δύο απόψεις: η μία την τοποθετεί στο τέλος του 11ου αι. και η άλλη αργότερα, στον 12ο αι. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του κυρίως ναού, χρονολογείται στις αρχές του 18ου αι. και αποτελεί έργο δόκιμου ζωγράφου ακαδημαϊκής παιδείας. Μεταγενέστερος είναι ο τρουλαίος τριμερής νάρθηκας του ναού καθώς και το παρεκκλήσι του Αγίου Αντωνίου στη νότια πλευρά του. Ο νάρθηκας χρονολογείται στον 17ο αι. και φέρει τοιχογραφίες του 1682 που είναι έργο του Πελοποννήσιου ζωγράφου, Ιωάννη Ύπατου. Στην ίδια περίοδο εντάσσεται και η αγιογράφηση του παρεκκλησίου του Αγίου Αντωνίου.


Βιβλιογραφία (0)


Σχόλια (0)