Κωνσταντινούπολη - Ρώμη: «Μέγας Κωνσταντίνος»


Ο Ρωμαίος συγκλητικός Gnaeus Egnatius έλαβε τον τίτλο του ανθύπατου μετά το 146 π.Χ. και έγινε διοικητής της επαρχίας Μακεδονίας, συνδέοντας το όνομά του με μία από τις κυριότερες οδούς που διέσχιζαν τα Βαλκάνια, την Εγνατία οδό. Η κύρια αυτή οδική αρτηρία αποτελούσε την προς Ανατολάς προέκταση της Τραϊανής οδού (Via Traiana), που ξεκινούσε από τη Ρώμη και με κατεύθυνση προς τα ΝΑ κατέληγε στην πόλη Γνάθια (Egnatia), μεταξύ του Μπάρι και του Μπρίντιζι, των μεγάλων λιμανιών της Αδριατικής. Στη Γνάθια εγκαταστάθηκαν πορθμεία που μετέφεραν ανθρώπους και αγαθά από την Ιταλική χερσόνησο στην απέναντι ακτή των Βαλκανίων, στο σημαντικό λιμάνι της αρχαίας Επιδάμνου που, μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, έλαβε το νέο όνομα Δυρράχιο. Η χάραξη της Εγνατίας οδού ακολούθησε το παλαιότερο οδικό δίκτυο της Μακεδονίας, αλλά η κατασκευή της πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με όλα τα τεχνικά χαρακτηριστικά της ρωμαϊκής οδοποιίας. Η οδός περνούσε κοντά μεν, αλλά έξω από παλαιότερες και νεότερες πόλεις, όπως η Λυχνιδός (Αχρίδα), η Ηράκλεια του Λύγκου, η Πέλλα και η Θεσσαλονίκη, όπου και κατέληγε στην πρώτη τουλάχιστον φάση της. Όμως, γρήγορα επεκτάθηκε ανατολικότερα, πέρασε από τη Ρεντίνα, την Αμφίπολη, τους Φιλίππους, την Τόπειρο, τη Μαξιμιανούπολη, την Τραϊανούπολη και έφτασε έως το αρχαίο Βυζάντιο. Η στρατιωτική, οικονομική και εμπορική σημασία της Εγνατίας οδού για την αυτοκρατορία στην Ύστερη Αρχαιότητα και το Βυζάντιο ήταν τεράστια, καθώς η αρτηρία αυτή αποτέλεσε τη βασική οδό προσπέλασης στις πόλεις της νότιας Βαλκανικής: την Εγνατία χρησιμοποιούσε κατά κύριο λόγο ο στρατός και, βεβαίως, οι έμποροι που μπορούσαν να μεταφέρουν με σχετική ασφάλεια μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων από τη Ρώμη και την Ιταλική χερσόνησο έως την Κωνσταντινούπολη, στην είσοδο του Ευξείνου Πόντου.

Ο Κωνσταντίνος μετά το 315 δεν έμενε πλέον στη Ρώμη· επέστρεψε μόνον για λίγο καιρό το 326, ώστε να γιορτάσει τα είκοσι χρόνια της βασιλείας του. Ήδη από το 319 αποφάσισε να ιδρύσει νέα πόλη στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου και το 324, όντας μονοκράτορας, έδωσε σ’ αυτήν το όνομά του προσφέροντας στη δυναστεία του, στους κληρονόμους της δικής του αυτοκρατορίας, μια νέα πρωτεύουσα. Η Κωνσταντινούπολη δεν σχεδιάστηκε για να ανταγωνιστεί τη Ρώμη – πώς θα μπορούσε άλλωστε; Υπήρξε η Ρώμη του Κωνσταντίνου.
 


Γλωσσάρι (0)


Πληροφοριακά Κείμενα (4)

Η πόλη : Γύρω από το μυχό του Θερμαϊκού Κόλπου υπήρχαν αρκετά αρχαία πολίσματα με έντονη εμπορική κίνηση που ενισχύθηκε μετά την καταστροφή της Ολύνθου από τον Φίλιππο το 348 π.Χ. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ο βασιλέας Κάσσανδρος συνοίκησε το 316 π.Χ. μια νέα πόλη και της έδωσε το όνομα της συζύγου του και αδερφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Θεσσαλονίκης. Τα ελάχιστα οικοδομικά ίχνη της Ελληνιστικής εποχής που έχουν εντοπιστεί ως σήμερα, το συγκρότημα ενός σημαντικού διοικητικού κτιρίου στην Πλατεία Διοικητηρίου και το ανατολικό σκέλος του τείχους, δείχνουν ότι η πόλη προοριζόταν εξαρχής να αποτελέσει μεγάλο πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο. Η γεωγραφική θέση της, σε νευραλγικό σημείο των χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων της Μακεδονίας, επεφύλαξε μεγάλη ανάπτυξη στη Θεσσαλονίκη στο πέρασμα των αιώνων. Πράγματι, από τη δεύτερη πενηνταετία του 2ου αι. π.Χ. ήταν ο κυριότερος στρατιωτικός και εμπορικός σταθμός της Εγνατίας οδού, που διέσχιζε τη Βαλκανική χερσόνησο από το Δυρράχιο ως το Βυζάντιο (μετέπειτα Κωνσταντινούπολη), ενώ το λιμάνι της άρχισε να ακμάζει, αφού βρισκόταν στο τέρμα του δρόμου που οδηγούσε από το Δούναβη ως το Αιγαίο. Έτσι, η πόλη έγινε σταυροδρόμι των σημαντικότερων εμπορικών αρτηριών Ανατολής – Δύσης και Βορρά – Νότου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η χριστιανική ιστορία της Θεσσαλονίκης άρχισε με την έλευση του αποστόλου Παύλου, ο οποίος δίδαξε στη συναγωγή της πόλης το 51 ή στην αρχή του 52 μ.Χ., αλλά η παρουσία των χριστιανών γίνεται αρχαιολογικά ανιχνεύσιμη τουλάχιστον μετά από τρεις αιώνες. Τον 1ο αιώνα ιδρύθηκαν η ρωμαϊκή αγορά της πόλης και αρκετά δημόσια οικοδομήματα στα βόρεια και τα νότιά της, όπως η βιβλιοθήκη, το γυμνάσιο και η στοά των Ειδώλων, που ίσως ανήκε σε συγκρότημα αυτοκρατορικών Θερμών. Από το 298-299 ο καίσαρας Γαλέριος, γαμπρός του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, μετέφερε την έδρα του από το Σίρμιο της Πανοννίας στην πόλη και την κόσμησε με νέα μνημειακά κτίρια, όπως το ανάκτορο, τον ιππόδρομο, το θέατρο-στάδιο και τη Ροτόντα, που ήταν αρχικά ναός κατά το πρότυπο του Πανθέου της Ρώμης. Τότε ιδρύθηκε και η γνωστή Καμάρα, ένα αφιερωματικό τετράπυλο με διάκοσμο που υμνούσε τις νίκες που διεξήγαγε ο Γαλέριος εναντίον των Περσών. Το 322 ο Μέγας Κωνσταντίνος κατασκεύασε τον σκαπτόν λιμένα στο ΝΔ άκρο της παραλίας. Από τα τέλη του 4ου αιώνα η Θεσσαλονίκη έγινε σημαντικό εκκλησιαστικό κέντρο. Το 380 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α’ που διέμεινε με την αυλή του στην πόλη προετοιμάζοντας εκστρατεία κατά των Γότθων βαπτίστηκε χριστιανός από τον επίσκοπο Αχόλιο (ή Ασχόλιο) και εξέδωσε διάταγμα που απαγόρευε την τέλεση θυσιών σε όλη την αυτοκρατορία. Την ίδια περίπου εποχή, ο επίσκοπος της πόλης προήχθη σε αρχιεπίσκοπο και αντιπρόσωπο (βικάριο) του πάπα της Ρώμης με δικαιοδοσία σε ολόκληρη την επαρχότητα (praefectura) του Ανατολικού Ιλλυρικού. Οι χριστιανικοί ναοί που οικοδομήθηκαν στους επόμενους δύο αιώνες άλλαξαν την εικόνα της πόλης, αποτελώντας τα ψηλότερα κτίρια και τα σημαντικότερα τοπόσημα στον νέο ιπποδάμειο πολεοδομικό ιστό που εφαρμόστηκε εκατέρωθεν της βασιλικής οδού (της via regia), στον άξονα της σημερινής Εγνατίας. Ο επισκοπικός ναός ήταν μια μεγάλη πεντάκλιτη βασιλική, ενδεχομένως αφιερωμένη στον άγιο Μάρκο· ο ναός του Aγίου Δημητρίου απέβη το μεγάλο προσκύνημα της πόλης. Τα παλαιά μεγάλα δημόσια κτίρια παρήκμασαν σταδιακά και είτε εγκαταλείφθηκαν, όπως η Αγορά που μετατράπηκε σε τόπο λιθορυχίας και εξόρυξης πηλού, είτε άλλαξαν χρήση, όπως η Ροτόντα που μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό. Οι ανασκαφικές έρευνες στο ιστορικό κέντρο της πόλης έχουν φέρει στο φως πλήθος κτισμάτων της Παλαιοχριστιανικής Περιόδου, μεταξύ των οποίων υπερισχύουν αριθμητικά οι οικίες. Οι περισσότερες, στον βόρειο και τον ανατολικό τομέα της πόλης, ανήκουν στον τύπο της αστικής έπαυλης, με ευρύχωρη αψιδωτή αίθουσα συμποσίων (τρικλίνιο) στα βόρεια, ενός περιστυλίου με τριγύρω δωμάτια, λουτρά, αποθηκευτικούς χώρους ή δεξαμενές. Έξω από τα τείχη εκτείνονταν τα νεκροταφεία, με τάφους όλων των ειδών, λακκοειδείς, κιβωτιόσχημους, κεραμοσκεπείς κ.ά. Σημαντικότεροι είναι οι καμαροσκεπείς τάφοι που έφεραν τοιχογραφικό διάκοσμο στο εσωτερικό τους. Από τα τέλη του 6ου αιώνα η Θεσσαλονίκη δέχθηκε επανειλημμένα επιδρομές Αβαροσλαβικών φύλων και πλήγηκε έντονα από συχνή σεισμική δραστηριότητα, λόγω της οποίας πολλά από τα υφιστάμενα κτίρια καταστράφηκαν. Οι επιδρομές και οι σεισμοί, σε συνδυασμό με τη γενικότερη οικονομική ύφεση του κράτους, οδήγησαν στην αλλαγή των όρων διαβίωσης στην πόλη. Η αλλαγή αυτή εκφράστηκε και μέσω της οικοδόμησης νέων οικιών που ιδρύθηκαν στα ερείπια των παλαιών κτιρίων και πλέον διέθεταν ένα ή δύο το πολύ δωμάτια, μικρότερων διαστάσεων και φτωχότερων φιλοδοξιών. Περιγραφές σπιτιών της Θεσσαλονίκης, που σώζονται σε νομικά έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους, μας προσφέρουν μια ιδέα για τη διαβίωση στην πόλη: εργαστήρια και σπίτια ήταν το ένα δίπλα στο άλλο, με κοινές αυλές που διέθεταν φούρνους και πηγάδια· οι τοίχοι των σπιτιών συχνά ενσωμάτωναν παλαιότερα ερείπια και δεν ήταν όλοι κατασκευασμένοι από τα ίδια υλικά – μερικοί τοίχοι μπορεί να ήταν από ξύλινα σανίδια επιχρισμένα με σοβά. Στις συνοικίες ιδρύονταν μικροί ναοί και παρεκκλήσια σε οικόπεδα που ανήκαν στα μοναστήρια. Παράλληλα, ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης υπήχθη στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και ένας νέος καθεδρικός ναός κτίστηκε στα τέλη του 8ου αιώνα, η Αγία Σοφία, και διακοσμήθηκε με ψηφιδωτά με αυτοκρατορική χορηγία. Στις αρχές του 9ου η ίδρυση του θέματος Θεσσαλονίκης πρόσφερε μεγαλύτερη σιγουριά στους κατοίκους και γενικότερη σταθερότητα στην περιφέρεια. Οι αγορές στην πόλη άρχισαν να γεμίζουν αγαθά και οι επισκέπτες της να αυξάνονται. Η πόλη επαιρόταν για τον λόγιο επίσκοπό της Λέοντα Μαθηματικό και για τους δύο αδελφούς, τον Κωνσταντίνο που εκάρη μοναχός με το όνομα Κύριλλος και τον Μεθόδιο, που το 863 μετέβησαν στη Μοραβία, επινόησαν το αλφάβητο της παλαιοσλαβικής γλώσσας και μετέφρασαν την Αγία Γραφή, τη θεία λειτουργία και σημαντικά νομοκανονικά κείμενα στη γλώσσα των νεοφώτιστων Σλάβων. Στους αιώνες που ακολούθησαν κτίστηκαν και άλλα παρεκκλήσια και ναοί, όπως ο Άγιος Ευθύμιος, δίπλα στον Άγιο Δημήτριο, και η Παναγία Χαλκέων (1028), ίδρυμα του βασιλικού πρωτοσπαθάριου Χριστόφορου και της οικογένειάς του, στη συνοικία όπου ήταν συγκεντρωμένα τα καταστήματα των χαλκωματάδων της πόλης. Μετά την άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς το 904, η αμέσως επόμενη καταστροφή που βίωσαν οι κάτοικοι ήταν η βίαιη κατάληψή της από τους Νορμανδούς το 1185. Το 1204 οι Σταυροφόροι την έκαναν πρωτεύουσα του ομώνυμου φραγκικού βασιλείου μέχρι το 1224. Από τότε η Θεσσαλονίκη άλλαξε συχνά χέρια μεταξύ των Ελλήνων ηγεμόνων που διεκδικούσαν τον αυτοκρατορικό θρόνο μέχρι το 1246, όταν προσαρτήθηκε μαζί με όλη τη Μακεδονία στα εδάφη της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Το 1303 εγκαταστάθηκε στην πόλη η δεύτερη σύζυγος του Ανδρονίκου Β’, η Ειρήνη-Γιολάντα η Μομφερατική, μέχρι το θάνατό της το 1317, ενώ το 1320 απεβίωσε εκεί ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Θ’. Από το πρώτο τρίτο το 14ου αιώνα σώζονται σημαντικά μνημεία της παλαιολόγειας τέχνης και αρχιτεκτονικής όπως οι Άγιοι Απόστολοι, η Αγία Αικατερίνη, ο Άγιος Παντελεήμονας, ο Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός και οι Ταξιάρχες. Τις επόμενες ταραγμένες δεκαετίες, η τέχνη συνεχίστηκε, αλλά σε άλλες κλίμακες: ο Χριστός Σωτήρας, της εποχής μετά το 1340, είναι ο πιο μικρός ναός της πόλης, ενώ ο Προφήτης Ηλίας, της εποχής μετά το 1360, ένας από τους μεγαλύτερους. Αρκετοί αδόμητοι χώροι εντός των τειχών μετατράπηκαν σε λαχανόκηπους ή σε νεκροταφεία. Με την εμφύλια διαμάχη Ανδρονίκου Β’ και του εγγονού του Ανδρονίκου Γ’, Σέρβοι και Οθωμανοί αναμείχθηκαν στα εσωτερικά πράγματα της αυτοκρατορίας ως σύμμαχοι της μιας ή της άλλης παράταξης που προσέβλεπε στο θρόνο και γι’ αυτό ήλθαν όλο και πιο κοντά στη Θεσσαλονίκη και την περιφέρειά της. Από το 1342 μέχρι το 1349 η πόλη ταλανίστηκε από την έριδα των Ησυχαστών με τους Ζηλωτές. Το 1387 παραδόθηκε με συνθήκη στους Οθωμανούς, ύστερα από τετράχρονη πολιορκία. Το 1403 επέστρεψε στη βυζαντινή διοίκηση του Μανουήλ Β’. Το 1412 και το 1416 πολιορκήθηκε από τον Μουσά, έναν από τους επίδοξους διαδόχους του σουλτάνου Βαγιαζήτ. Υπό το φόβο μιας νέας κατάληψης από τους Οθωμανούς, ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος την παρέδωσε το 1423 υπό όρους στους Βενετούς – οι συμφωνηθέντες όροι όμως δεν τηρήθηκαν ποτέ. Η πόλη πέρασε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών το 1430.
Ο οικισμός: Ο φυσικά οχυρός λόφος της Ρεντίνας βρίσκεται περίπου 75 χλμ. ΒΑ της Θεσσαλονίκης, στα νότια του ποταμού Ρήχιου και δίπλα στην αρχαία Εγνατία οδό. Οι ανασκαφές που έχουν διενεργηθεί στον λόφο και την τριγύρω περιοχή έχουν φέρει στο φως ίχνη ανθρώπινης παρουσίας, ήδη από τη Νεολιθική περίοδο. Στον ΝΔ τομέα του κάστρου έχουν αποκαλυφθεί τοίχοι κτισμάτων και αναλημμάτων που από την κατασκευή τους και τα συναφή ευρήματα έχουν χρονολογηθεί στην Ελληνιστική περίοδο. Η Ρεντίνα βρισκόταν κοντά στον οικισμό της Αρέθουσας, που παρήκμασε μετά τον 6ο μ.Χ. αιώνα, και σε μικρή απόσταση από τον παρόδιο σταθμό (mutatio) με το όνομα Peripidis (γεν. Peripidinis), από τον οποίο κατά μια ερμηνεία θα μπορούσε να κατάγεται το σημερινό όνομά της. Η Ρεντίνα σήμερα διασώζει σε ικανό ύψος την οχύρωση και τα εντυπωσιακά οικοδομικά λείψανα οικισμού, που θα ήταν δυνατόν να ταυτιστεί με το αναφερόμενο από τον Προκόπιο στο έργο του Περί κτισμάτων κάστρο «Αρτεμίσιον», για το οποίο μαρτυρείται ότι τειχίστηκε την εποχή του Ιουστινιανού. Ωστόσο, σύμφωνα με τα πορίσματα των μέχρι σήμερα ερευνών, η πρώτη οχύρωση που περιλάμβανε δεξαμενές νερού για τις ανάγκες μιας μικρής φρουράς θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά στα μέσα του 4ου αιώνα. Κατά την Ιουστινιάνεια περίοδο, το τείχος ενισχύθηκε με πύργους και εφοδιάστηκε με μια μεγάλη δεξαμενή στο πλάτωμα της ακρόπολης. Κατά τη Μεσοβυζαντινή εποχή, το τείχος ανακατασκευάστηκε και χρησίμευσε ως οχύρωση για έναν οικισμό που ιδρύθηκε μέσα στην πρώτη πενηνταετία του 10ου αιώνα, όταν αποτέλεσε έδρα της επισκοπής Λητής και Ρεντίνης. Τότε στην ακρόπολη κτίστηκε εκκλησία πάνω στα ερείπια της παλιότερης δεξαμενής, που δεν λειτουργούσε πλέον, και οικήματα για τον επίσκοπο και τους συνεργάτες του. Μέχρι τα τέλη του ίδιου αιώνα ιδρύθηκαν και αρκετές οικίες στην κάτω πόλη κατά μήκος του παλιού περιβόλου και σε επάλληλα άνδηρα, ακολουθώντας την φυσική κλίση του εδάφους. Ένας τρίτος οχυρωματικός περίβολος περιέβαλε τότε τον οικισμό από το ανατολικό, το πλέον ευπρόσβλητο, τμήμα του και στην άκρη του ιδρύθηκε πύργος, ο οποίος διέσωσε στο εσωτερικό του λείψανα ξύλου, που χρονολογήθηκαν με την μέθοδο του άνθρακα 14 (C14) γύρω στο 980 μ.Χ. Μετά το 1204, ο οικισμός παραδόθηκε στους Φράγκους του βασιλείου της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι φαίνεται ότι εγκατέστησαν μόνιμη φρουρά, όπως δείχνουν τα πολλά νομίσματα αυτής της περιόδου που βρέθηκαν στην ανασκαφή, προφανώς για τον έλεγχο τόσο της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης όσο και του Στρυμονικού κόλπου. Το 1242, όμως, ο Ιωάννης Βατάτζης στην πορεία του προς τη Θεσσαλονίκη κατέλαβε το κάστρο, αφού, σύμφωνα τον Γεώργιο Ακροπολίτη, οι Φράγκοι εγκατέλειψαν τη θέση χωρίς να την υπερασπιστούν. Κατά τον 13ο και 14ο αιώνα, ειδήσεις για τους κατοίκους της Ρεντίνας περιέχουν τα δικαιοπρακτικά έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους, που αναφέρουν κτήματα, μύλους και σπίτια στην περιφέρεια. Στην πρώτη πενηνταετία του 14ου αιώνα χρονολογείται και ένας μικρός σταυρόσχημος ναός, που κτίστηκε μέσα στον ανατολικό περίβολο, ίσως σε συνάφεια με βρεφικό και παιδικό νεκροταφείο. Στα μέσα του 14ου, ο χηρεύων θρόνος της επισκοπής Ρεντίνης δόθηκε από τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά στον επίσκοπο Πλαταμώνος, ο οποίος κατηγορήθηκε για τις χειροτονίες που τέλεσε, αλλά αθωώθηκε από Σύνοδο του 1363. Από τα μέσα του 14ου αιώνα, όμως, ο οικισμός φαίνεται ότι άρχισε να εγκαταλείπεται από τους κατοίκους του και περνά διαδοχικά στα χέρια Σέρβων, Ελλήνων και Τούρκων. Η εγκατάσταση Τούρκων Γιουρούκων στην περιοχή μάλλον οδήγησε το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού σε ασφαλέστερα κέντρα, το σημαντικότερο από τα οποία ήταν η Βόλβη. Τα λίγα νομίσματα της ανασκαφής από την εποχή αυτή μέχρι και τα μέσα του 16ου αιώνα αποτυπώνουν τη φθίνουσα πορεία του άλλοτε ακμαίου οικισμού της Ρεντίνας και πιστοποιούν την ύπαρξη ισχνής αγροτοποιμενικής εγκατάστασης στη θέση.
Η πόλη: Η Αμφίπολη βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Παγγαίου κοντά στις όχθες του ποταμού Στρυμόνα. Οι αρχαιολογικές ενδείξεις μαρτυρούν έντονη ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα στην περιοχή ήδη από τη Μέση Νεολιθική Εποχή. Η Αμφίπολη χτισμένη αμφιθεατρικά, σε θέση στρατηγική, αποτέλεσε αποικία των Αθηναίων που ιδρύθηκε το 437/6 στη θέση της πόλης Εννέα Οδοί, παλαιότερης πόλης της Ηδωνίας. Στη διάρκεια των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων η πόλη υπήρξε κέντρο άνθησης της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, ενώ παράλληλα, η διέλευση της Εγνατίας Οδού από την Αμφίπολη στάθηκε σημαντικός παράγοντας διατήρησης της ακμής της πόλης στους ρωμαϊκούς και παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Την περίοδο αυτή και με βεβαιότητα έως το 692 μ.Χ. η Αμφίπολη αποτέλεσε επισκοπική έδρα και εξελίχτηκε σε σημαντικό εκκλησιαστικό κέντρο της περιοχής. Από την περίοδο αυτή έχουν εντοπιστεί ανασκαφικά εντός των ορίων της πόλης τέσσερις ναοί στον τύπο της βασιλικής, κοσμημένοι με πολυτελή ψηφιδωτά δάπεδα και ορθομαρμαρώσεις, ένα επισκοπικό μέγαρο κι ένας περίκεντρος ναός. Το διάστημα αυτό η πόλη είναι οχυρωμένη με τείχος, μήκους 7,5 χλμ., και με ένα δεύτερο περίβολο, μήκους 2,2 χλμ. που όριζε τον χώρο της ακρόπολης. Τον 8ο/9ο αιώνα, ωστόσο, η πόλη πιθανόν καταστράφηκε, καθώς μετά τον 9ο αιώνα η κατοίκηση μεταφέρεται στις εκβολές του Στρυμόνα, όπου αναπτύχθηκε η σημαντική οχυρωμένη πόλη-λιμάνι Χρυσούπολη. Στη θέση των ερειπίων της Αμφίπολης αναπτύχθηκε μικρός οικισμός, το Μαρμάριον, ο οποίος αποτέλεσε σταθμό των ταξιδιωτών που διάβαιναν τον ποταμό Στρυμόνα από το γειτονικό πέρασμα, τον Πόρο του Μαρμαρίου. Στην ίδια περιοχή, εκατέρωθεν των ακτών του ποταμού, στη διάρκεια του 13ου-14ου αιώνα ιδρύθηκαν δύο πύργοι υπό την κυριότητα των μονών του Αγίου Όρους. Από τους δύο πύργους ο καλύτερα σωζόμενος κτίστηκε με αρχιτεκτονικά μέλη παλαιοτέρων κτισμάτων, πάνω σε λόφο, βόρεια του σύγχρονου χωριού, ήταν τριώροφος και περιβαλλόταν εξωτερικά από οχυρωματικό περίβολο. Σύμφωνα με επιγραφή, ο πύργος ιδρύθηκε το 1367 από τους στρατηγούς αυτάδελφους Αλέξιο και Ιωάννη, ιδρυτές της μονής Παντοκράτορος του Αγίου Όρους, στην οποία ανήκει ο πύργος. Στην απέναντι όχθη του Στρυμόνα διατηρούνται τα κατάλοιπα του δεύτερου πύργου που πρέπει να ήταν τουλάχιστον διώροφος. Οι πύργοι αποτέλεσαν κατά κύριο λόγο αποθήκες φύλαξης των προϊόντων που καλλιεργούνταν στα κτήματα και μετόχια της περιοχής, η παρουσία τους, ωστόσο, εξυπηρετούσε και τον έλεγχο του περάσματος προς την ενδοχώρα. Στη διάρκεια του 16ου αιώνα η Χρυσούπολη εγκαταλείφθηκε, ενώ το Μαρμάριο επιβίωσε για δύο ακόμη αιώνες και αντικαταστάθηκε από το Νεοχώριο τον 18ο αιώνα.
Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.


Βιβλιογραφία (2)

1. Λώλος Γ., Via Egnatia - Εγνατία οδός, Ολκός, Αθήνα, 2008

2. Dagron, G, Η γέννηση μιας πρωτεύουσας: η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα, 2000


Σχόλια (0)