Θεσσαλονίκη - Μυστράς: «Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος»


Στις 31 Οκτωβρίου του 1448 ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η’ πέθανε δίχως να αφήσει απογόνους. Ο αδελφός του Κωνσταντίνος, που μέχρι τότε ήταν δεσπότης του Μυστρά, αναρρήθηκε στο θρόνο. Θρυλείται ότι στέφθηκε αυτοκράτορας στην πρωτεύουσα του Δεσποτάτου τον Ιανουάριο του 1449, αλλά είναι σίγουρο ότι δύο μήνες μετά ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη όπου τον υποδέχθηκαν πανηγυρικά. Ο Κωνσταντίνος ανέλαβε το θρόνο σε μια απελπιστικά κρίσιμη στιγμή για την αυτοκρατορία. Η Θεσσαλονίκη, η δεύτερη πόλη του Βυζαντίου, είχε ήδη προ εικοσαετίας περάσει στην κυριαρχία των Οθωμανών μετά την κυρίευσή της από τις δυνάμεις του Μουράτ Β’, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα. Το μόνο ελεύθερο κράτος στη νότια Βαλκανική ήταν το Δεσποτάτο του Μυστρά.

Όσο ήταν δεσπότης, ο Κωνσταντίνος επέδειξε μεγάλες ικανότητες. Ήδη από το 1444 είχε καταφέρει να ανακατασκευάσει το τείχος του Εξαμιλίου στην Κόρινθο και να καταλάβει την Αθήνα και τη Θήβα. Το επόμενο έτος οι δυνάμεις του προήλασαν στην κεντρική Στερεά και ο ίδιος έφτασε ως την Πίνδο, όπου οι αλβανικοί και οι βλάχικοι πληθυσμοί  συμμάχησαν μαζί του. Ο ίδιος προσπάθησε πολλές φορές να περιορίσει την ισχύ των Βενετών, που κατείχαν το Άργος και το Ναύπλιο στην ανατολική ακτή της Πελοποννήσου, και την Κορώνη και τη Μεθώνη στη δυτική.

Ωστόσο, το Νοέμβριο του 1446 τα κανόνια του Μουράτ Β’ κατέστρεψαν το Εξαμίλιο και τα στρατεύματά του ερήμωσαν όλη τη βόρεια Πελοπόννησο ως την Κυλλήνη. Ο Κωνσταντίνος και ο αδελφός του Θωμάς κατάφεραν να διασωθούν με τις ελάχιστες δυνάμεις τους, ενώ οι Τούρκοι αποσύρθηκαν μετά από λίγο καιρό.

Μετά την Άλωση της Πόλης η προέλαση των Οθωμανών στην Πελοπόννησο έγινε με μεγάλη δυσκολία. Μόλις το 1460 ο Δημήτριος Παλαιολόγος αναγκάστηκε να παραδώσει το Μυστρά, ενώ άλλες πόλεις κράτησαν σθεναρή αντίσταση. Οι κάτοικοι της Μονεμβασίας ζήτησαν να τεθούν κάτω από την προστασία του Πάπα Πίου του Β’ και οριστικά παρέδωσαν την πόλη στους Βενετούς στα τέλη του 1463. Οι Οθωμανοί δεν ήθελαν να εμπλακούν σε πόλεμο με τη Γαληνοτάτη, γι' αυτό και δεν επιτέθηκαν εναντίον της Μεθώνης και της Κορώνης, που έπεσαν στα χέρια τους μόνο το 1500, ενώ το Ναύπλιο σαράντα χρόνια αργότερα.
 


Γλωσσάρι (0)


Πληροφοριακά Κείμενα (5)

Τα κάστρα: Στην κορυφή ενός πρόβουνου του Ταϋγέτου, λίγα χιλιόμετρα ΒΔ της Λακεδαίμονος, όπως ονομαζόταν η Σπάρτη στα βυζαντινά χρόνια, το κάστρο του Μυστρά ή Μυζηθρά ιδρύθηκε το 1249 από τον Φράγκο πρίγκιπα Γουλιέλμο Β΄ Βιλεαρδουίνο. Ο λόφος είναι φύσει οχυρός, γιατί από τα νότια και τα ΝΑ είναι εντελώς απροσπέλαστος, καθώς ο βράχος υψώνεται σχεδόν κάθετα σε δυσθεώρητο ύψος. Όμως, η θέα προς την κοιλάδα του Ευρώτα δεν εμποδίζεται από τίποτε προς το βορρά, την ανατολή και το νότο – η θέση είναι εξαιρετικά καίρια για τον έλεγχο της περιοχής. Το όνομα του Μυστρά θα μπορούσε να προέρχεται από κάποιον γαιοκτήμονα της περιοχής που το επώνυμό του ή το επάγγελμά του ήταν Μυζηθράς. Οι Φράγκοι οικοδόμησαν ένα δυνατό κάστρο για τον αποτελεσματικό έλεγχο της νότιας Πελοποννήσου. Ωστόσο, για να λυθεί η αιχμαλωσία του Γουλιέλμου, μετά τη μάχη της Πελαγονίας το 1259, αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν στους Βυζαντινούς τα κάστρα της Μονεμβασίας, της Μάνης και του Μυστρά το 1262. Στα αμέσως επόμενα χρόνια, η ασφάλεια που παρείχε ο λόφος προκάλεσε τη μετακίνηση των κατοίκων της Λακεδαίμονος και των γύρω οικισμών, την εγκατάστασή τους στην πλαγιά κάτω από το κάστρο και το κτίσιμο των οικιών τους με μαρμάρινο και άλλο οικοδομικό υλικό από τα ερείπια της αρχαίας Σπάρτης και τις παλιές ιδιοκτησίες τους. Παράλληλα, η επισκοπή Λακεδαίμονος μετέφερε εκεί την έδρα της το 1264, ενώ η στρατιωτική «κεφαλή» του Μοριά, ο ενιαύσιος στρατηγός, μόλις το 1289. Ο καθεδρικός ναός, αφιερωμένος στον άγιο Δημήτριο, κτίστηκε μέσα στο τελευταίο τρίτο του 13ου αιώνα, ίσως από τον μητροπολίτη Ευγένιο, και ανακαινίστηκε από τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο, που ήλθε από την Κωνσταντινούπολη. Ιδιαίτερα σημαντικές προσωπικότητες θα πρέπει να ήταν ο Δανιήλ και ο πρωτοσύγκελος Παχώμιος, που ίδρυσαν τα δύο διαδοχικά καθολικά της μονής Βροντοχίου, τους Αγίους Θεοδώρους και το Αφενικό (πριν το 1296 και το 1310). Από το 1308 η «κεφαλή» έπαψε να έχει θητεία ενός χρόνου και έγινε μόνιμη διοίκηση. Το 1348 ο Μυστράς αναδείχθηκε σε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως με πρώτο δεσπότη τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1348-1380), δευτερότοκο γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ҁ΄. Ο Μανουήλ έλαβε ως σύζυγό του την Ισαβέλλα, κόρη του βασιλέα της Μικρής Αρμενίας Γκυ ντε Λουζινιάν, τη γνωστή από τη μυθιστορηματική βιογραφία της, πριγκηπέσα Ιζαμπώ. Ο Μανουήλ γύρω στο 1350 ίδρυσε τη μονή του Ζωοδότου Χριστού, που έχει ταυτιστεί με την σημερινή εκκλησίας της Αγίας Σοφίας, ενώ η Ισαβέλλα φαίνεται ότι την ίδια περίοδο ίδρυσε την μονή της Περιβλέπτου. Tο 1383 την οικογένεια των Καντακουζηνών διαδέχθηκε στη διοίκηση του Μυστρά η οικογένεια των Παλαιολόγων που κατείχε το θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Ο Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος, γιός του αυτοκράτορα Ιωάννη του Ε’, ανέκοψε την αυτονομιστική διάθεση του τελευταίου Καντακουζηνού, του Δημητρίου. Η διοίκησή του στο Μυστρά βασίζονταν πάντα στις λεπτές ισορροπίες μεταξύ εχθρών και φίλων. Από την άλλη πλευρά, οι κάτοικοι της πόλης είχαν υψηλό φρόνημα και αφυπνισμένο αίσθημα εθνικής συνείδησης, προϊόν του μακροχρόνιου πολέμου, αλλά και της αναγκαστικής συμβίωσης με Φράγκους, Βενετούς, Αλβανούς, που είχαν αρχίσει να έρχονται κατά κύματα στην Πελοπόννησο από το 13ο αιώνα, και Εβραίους, που είχαν εγκατασταθεί στην περιφέρεια της πόλης. Οι κάτοικοι αντέδρασαν σθεναρά όταν ο Θεόδωρος αντί χρηματικού ποσού παραχώρησε το Μυστρά στους Ιωαννίτες ιππότες το 1402, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί η σύμβαση. Από την άλλη, οι διαμάχες με τους άρχοντες και τον πληθυσμό λόγω της φορολογίας και των λοιπών επιβαρύνσεων ήταν συνεχείς. Το 1423 οι Οθωμανοί λεηλάτησαν την Πελοπόννησο, αλλά το 1429, μετά από επιτυχίες του Θεόδωρου Β’ Παλαιολόγου και του Ιωάννη Η’, του νέου αυτοκράτορα, ιδρύθηκε νέο Δεσποτάτο με έδρα τη Γλαρέντζα και το 1430 ένα τρίτο με έδρα τα Καλάβρυτα. Τότε, την εποχή αυτή του ύστατου θριάμβου, κτίζονται στο Μυστρά η Ευαγγελίστρια και η μονή της Παντάνασσας. Ωστόσο, από τους τρεις αδελφούς Παλαιολόγους, τον Θεόδωρο, τον Κωνσταντίνο και τον Θωμά, που διεκδικούσαν ο καθένας για λογαριασμό του την εξουσία στο Μοριά ή και στην Κωνσταντινούπολη, στο Μυστρά έμεινε ο Κωνσταντίνος μέχρι το 1449, όταν έφυγε για την Πόλη, χωρίς να στεφθεί πραγματικά, για να παραλάβει το θρόνο. Μετά το 1453, οι Οθωμανοί ουσιαστικά έπαιζαν τον πρώτο ρόλο στην Πελοπόννησο και ήταν ζήτημα χρόνου να κυριεύσουν και τους τελευταίους Βυζαντινούς θύλακες. Ο Δημήτριος Παλαιολόγος παρέδωσε το Μυστρά το 1460 στον Μωάμεθ Β’ μπροστά στην απειλή του πολυάριθμου στρατού του, ενώ ο Θωμάς από την Πάτρα έφυγε για την Ιταλία. Ο Μυστράς ήταν μια μεγάλη πόλη για την εποχή της και υπήρξε η καρδιά της Πελοποννήσου για σχεδόν δύο αιώνες. Στους στενούς δρόμους του περπάτησαν σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, λαϊκοί και κληρικοί, που καθόρισαν όχι μόνον τη μοίρα της πόλης, αλλά ίσως και της Ευρώπης. Η προσωπικότητα του Γεώργιου Πλήθωνα Γεμιστού, φιλόσοφου με υψηλή κρατική θέση, είναι η πιο ονομαστή. Πράγματι, ο Πλήθων ήταν που, με την ευκαιρία της συνόδου για την ένωση των Εκκλησιών, επέδρασε έτσι ώστε να αναζωογονηθεί το ενδιαφέρον για την κλασική παιδεία στη Φλωρεντία. Το 1464, κατά την αποτυχημένη πολιορκία του Μυστρά από τους Βενετούς, ο άρχοντας Σιγισμούνδος Μαλατέστας κατάφερε να εισέλθει στην πόλη και φεύγοντας να πάρει μαζί του μοναδικό λάφυρο το λείψανο του Γεμιστού, που το απέθεσε μαζί με των άλλων σοφών της αυλής του στο Ρίμινι.
Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Η πόλη : Γύρω από το μυχό του Θερμαϊκού Κόλπου υπήρχαν αρκετά αρχαία πολίσματα με έντονη εμπορική κίνηση που ενισχύθηκε μετά την καταστροφή της Ολύνθου από τον Φίλιππο το 348 π.Χ. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ο βασιλέας Κάσσανδρος συνοίκησε το 316 π.Χ. μια νέα πόλη και της έδωσε το όνομα της συζύγου του και αδερφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Θεσσαλονίκης. Τα ελάχιστα οικοδομικά ίχνη της Ελληνιστικής εποχής που έχουν εντοπιστεί ως σήμερα, το συγκρότημα ενός σημαντικού διοικητικού κτιρίου στην Πλατεία Διοικητηρίου και το ανατολικό σκέλος του τείχους, δείχνουν ότι η πόλη προοριζόταν εξαρχής να αποτελέσει μεγάλο πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο. Η γεωγραφική θέση της, σε νευραλγικό σημείο των χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων της Μακεδονίας, επεφύλαξε μεγάλη ανάπτυξη στη Θεσσαλονίκη στο πέρασμα των αιώνων. Πράγματι, από τη δεύτερη πενηνταετία του 2ου αι. π.Χ. ήταν ο κυριότερος στρατιωτικός και εμπορικός σταθμός της Εγνατίας οδού, που διέσχιζε τη Βαλκανική χερσόνησο από το Δυρράχιο ως το Βυζάντιο (μετέπειτα Κωνσταντινούπολη), ενώ το λιμάνι της άρχισε να ακμάζει, αφού βρισκόταν στο τέρμα του δρόμου που οδηγούσε από το Δούναβη ως το Αιγαίο. Έτσι, η πόλη έγινε σταυροδρόμι των σημαντικότερων εμπορικών αρτηριών Ανατολής – Δύσης και Βορρά – Νότου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η χριστιανική ιστορία της Θεσσαλονίκης άρχισε με την έλευση του αποστόλου Παύλου, ο οποίος δίδαξε στη συναγωγή της πόλης το 51 ή στην αρχή του 52 μ.Χ., αλλά η παρουσία των χριστιανών γίνεται αρχαιολογικά ανιχνεύσιμη τουλάχιστον μετά από τρεις αιώνες. Τον 1ο αιώνα ιδρύθηκαν η ρωμαϊκή αγορά της πόλης και αρκετά δημόσια οικοδομήματα στα βόρεια και τα νότιά της, όπως η βιβλιοθήκη, το γυμνάσιο και η στοά των Ειδώλων, που ίσως ανήκε σε συγκρότημα αυτοκρατορικών Θερμών. Από το 298-299 ο καίσαρας Γαλέριος, γαμπρός του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, μετέφερε την έδρα του από το Σίρμιο της Πανοννίας στην πόλη και την κόσμησε με νέα μνημειακά κτίρια, όπως το ανάκτορο, τον ιππόδρομο, το θέατρο-στάδιο και τη Ροτόντα, που ήταν αρχικά ναός κατά το πρότυπο του Πανθέου της Ρώμης. Τότε ιδρύθηκε και η γνωστή Καμάρα, ένα αφιερωματικό τετράπυλο με διάκοσμο που υμνούσε τις νίκες που διεξήγαγε ο Γαλέριος εναντίον των Περσών. Το 322 ο Μέγας Κωνσταντίνος κατασκεύασε τον σκαπτόν λιμένα στο ΝΔ άκρο της παραλίας. Από τα τέλη του 4ου αιώνα η Θεσσαλονίκη έγινε σημαντικό εκκλησιαστικό κέντρο. Το 380 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α’ που διέμεινε με την αυλή του στην πόλη προετοιμάζοντας εκστρατεία κατά των Γότθων βαπτίστηκε χριστιανός από τον επίσκοπο Αχόλιο (ή Ασχόλιο) και εξέδωσε διάταγμα που απαγόρευε την τέλεση θυσιών σε όλη την αυτοκρατορία. Την ίδια περίπου εποχή, ο επίσκοπος της πόλης προήχθη σε αρχιεπίσκοπο και αντιπρόσωπο (βικάριο) του πάπα της Ρώμης με δικαιοδοσία σε ολόκληρη την επαρχότητα (praefectura) του Ανατολικού Ιλλυρικού. Οι χριστιανικοί ναοί που οικοδομήθηκαν στους επόμενους δύο αιώνες άλλαξαν την εικόνα της πόλης, αποτελώντας τα ψηλότερα κτίρια και τα σημαντικότερα τοπόσημα στον νέο ιπποδάμειο πολεοδομικό ιστό που εφαρμόστηκε εκατέρωθεν της βασιλικής οδού (της via regia), στον άξονα της σημερινής Εγνατίας. Ο επισκοπικός ναός ήταν μια μεγάλη πεντάκλιτη βασιλική, ενδεχομένως αφιερωμένη στον άγιο Μάρκο· ο ναός του Aγίου Δημητρίου απέβη το μεγάλο προσκύνημα της πόλης. Τα παλαιά μεγάλα δημόσια κτίρια παρήκμασαν σταδιακά και είτε εγκαταλείφθηκαν, όπως η Αγορά που μετατράπηκε σε τόπο λιθορυχίας και εξόρυξης πηλού, είτε άλλαξαν χρήση, όπως η Ροτόντα που μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό. Οι ανασκαφικές έρευνες στο ιστορικό κέντρο της πόλης έχουν φέρει στο φως πλήθος κτισμάτων της Παλαιοχριστιανικής Περιόδου, μεταξύ των οποίων υπερισχύουν αριθμητικά οι οικίες. Οι περισσότερες, στον βόρειο και τον ανατολικό τομέα της πόλης, ανήκουν στον τύπο της αστικής έπαυλης, με ευρύχωρη αψιδωτή αίθουσα συμποσίων (τρικλίνιο) στα βόρεια, ενός περιστυλίου με τριγύρω δωμάτια, λουτρά, αποθηκευτικούς χώρους ή δεξαμενές. Έξω από τα τείχη εκτείνονταν τα νεκροταφεία, με τάφους όλων των ειδών, λακκοειδείς, κιβωτιόσχημους, κεραμοσκεπείς κ.ά. Σημαντικότεροι είναι οι καμαροσκεπείς τάφοι που έφεραν τοιχογραφικό διάκοσμο στο εσωτερικό τους. Από τα τέλη του 6ου αιώνα η Θεσσαλονίκη δέχθηκε επανειλημμένα επιδρομές Αβαροσλαβικών φύλων και πλήγηκε έντονα από συχνή σεισμική δραστηριότητα, λόγω της οποίας πολλά από τα υφιστάμενα κτίρια καταστράφηκαν. Οι επιδρομές και οι σεισμοί, σε συνδυασμό με τη γενικότερη οικονομική ύφεση του κράτους, οδήγησαν στην αλλαγή των όρων διαβίωσης στην πόλη. Η αλλαγή αυτή εκφράστηκε και μέσω της οικοδόμησης νέων οικιών που ιδρύθηκαν στα ερείπια των παλαιών κτιρίων και πλέον διέθεταν ένα ή δύο το πολύ δωμάτια, μικρότερων διαστάσεων και φτωχότερων φιλοδοξιών. Περιγραφές σπιτιών της Θεσσαλονίκης, που σώζονται σε νομικά έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους, μας προσφέρουν μια ιδέα για τη διαβίωση στην πόλη: εργαστήρια και σπίτια ήταν το ένα δίπλα στο άλλο, με κοινές αυλές που διέθεταν φούρνους και πηγάδια· οι τοίχοι των σπιτιών συχνά ενσωμάτωναν παλαιότερα ερείπια και δεν ήταν όλοι κατασκευασμένοι από τα ίδια υλικά – μερικοί τοίχοι μπορεί να ήταν από ξύλινα σανίδια επιχρισμένα με σοβά. Στις συνοικίες ιδρύονταν μικροί ναοί και παρεκκλήσια σε οικόπεδα που ανήκαν στα μοναστήρια. Παράλληλα, ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης υπήχθη στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και ένας νέος καθεδρικός ναός κτίστηκε στα τέλη του 8ου αιώνα, η Αγία Σοφία, και διακοσμήθηκε με ψηφιδωτά με αυτοκρατορική χορηγία. Στις αρχές του 9ου η ίδρυση του θέματος Θεσσαλονίκης πρόσφερε μεγαλύτερη σιγουριά στους κατοίκους και γενικότερη σταθερότητα στην περιφέρεια. Οι αγορές στην πόλη άρχισαν να γεμίζουν αγαθά και οι επισκέπτες της να αυξάνονται. Η πόλη επαιρόταν για τον λόγιο επίσκοπό της Λέοντα Μαθηματικό και για τους δύο αδελφούς, τον Κωνσταντίνο που εκάρη μοναχός με το όνομα Κύριλλος και τον Μεθόδιο, που το 863 μετέβησαν στη Μοραβία, επινόησαν το αλφάβητο της παλαιοσλαβικής γλώσσας και μετέφρασαν την Αγία Γραφή, τη θεία λειτουργία και σημαντικά νομοκανονικά κείμενα στη γλώσσα των νεοφώτιστων Σλάβων. Στους αιώνες που ακολούθησαν κτίστηκαν και άλλα παρεκκλήσια και ναοί, όπως ο Άγιος Ευθύμιος, δίπλα στον Άγιο Δημήτριο, και η Παναγία Χαλκέων (1028), ίδρυμα του βασιλικού πρωτοσπαθάριου Χριστόφορου και της οικογένειάς του, στη συνοικία όπου ήταν συγκεντρωμένα τα καταστήματα των χαλκωματάδων της πόλης. Μετά την άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς το 904, η αμέσως επόμενη καταστροφή που βίωσαν οι κάτοικοι ήταν η βίαιη κατάληψή της από τους Νορμανδούς το 1185. Το 1204 οι Σταυροφόροι την έκαναν πρωτεύουσα του ομώνυμου φραγκικού βασιλείου μέχρι το 1224. Από τότε η Θεσσαλονίκη άλλαξε συχνά χέρια μεταξύ των Ελλήνων ηγεμόνων που διεκδικούσαν τον αυτοκρατορικό θρόνο μέχρι το 1246, όταν προσαρτήθηκε μαζί με όλη τη Μακεδονία στα εδάφη της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Το 1303 εγκαταστάθηκε στην πόλη η δεύτερη σύζυγος του Ανδρονίκου Β’, η Ειρήνη-Γιολάντα η Μομφερατική, μέχρι το θάνατό της το 1317, ενώ το 1320 απεβίωσε εκεί ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Θ’. Από το πρώτο τρίτο το 14ου αιώνα σώζονται σημαντικά μνημεία της παλαιολόγειας τέχνης και αρχιτεκτονικής όπως οι Άγιοι Απόστολοι, η Αγία Αικατερίνη, ο Άγιος Παντελεήμονας, ο Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός και οι Ταξιάρχες. Τις επόμενες ταραγμένες δεκαετίες, η τέχνη συνεχίστηκε, αλλά σε άλλες κλίμακες: ο Χριστός Σωτήρας, της εποχής μετά το 1340, είναι ο πιο μικρός ναός της πόλης, ενώ ο Προφήτης Ηλίας, της εποχής μετά το 1360, ένας από τους μεγαλύτερους. Αρκετοί αδόμητοι χώροι εντός των τειχών μετατράπηκαν σε λαχανόκηπους ή σε νεκροταφεία. Με την εμφύλια διαμάχη Ανδρονίκου Β’ και του εγγονού του Ανδρονίκου Γ’, Σέρβοι και Οθωμανοί αναμείχθηκαν στα εσωτερικά πράγματα της αυτοκρατορίας ως σύμμαχοι της μιας ή της άλλης παράταξης που προσέβλεπε στο θρόνο και γι’ αυτό ήλθαν όλο και πιο κοντά στη Θεσσαλονίκη και την περιφέρειά της. Από το 1342 μέχρι το 1349 η πόλη ταλανίστηκε από την έριδα των Ησυχαστών με τους Ζηλωτές. Το 1387 παραδόθηκε με συνθήκη στους Οθωμανούς, ύστερα από τετράχρονη πολιορκία. Το 1403 επέστρεψε στη βυζαντινή διοίκηση του Μανουήλ Β’. Το 1412 και το 1416 πολιορκήθηκε από τον Μουσά, έναν από τους επίδοξους διαδόχους του σουλτάνου Βαγιαζήτ. Υπό το φόβο μιας νέας κατάληψης από τους Οθωμανούς, ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος την παρέδωσε το 1423 υπό όρους στους Βενετούς – οι συμφωνηθέντες όροι όμως δεν τηρήθηκαν ποτέ. Η πόλη πέρασε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών το 1430.
Η πόλη: Η Κόρινθος κατά την ύστερη αρχαιότητα συνεχίζει να είναι μία ακμάζουσα πόλη, λόγω της στρατηγικής της θέσης και της εμπορικής δραστηριότητας που αναπτύσσεται στα επίνειά της, τις Κεγχρεές και το Λέχαιο. Ισχυρό πλήγμα δέχεται με τους σεισμούς του 365 και 375, αλλά και την επίθεση των Γότθων το 395/6. Η πόλη περιορίστηκε σε έκταση με τη δημιουργία του λεγόμενου υστερορωμαϊκού ή πρωτοβυζαντινού τείχους, τμήματα του οποίου διατηρούνται μέχρι τις μέρες μας σε διάφορα σημεία του χωριού της Αρχαίας Κορίνθου. Η πόλη που μέχρι τότε ενωνόταν με τείχη με τον Ακροκόρινθο χάνει πλέον αυτή τη σύνδεση. Η σημασία του χώρου της αρχαίας αγοράς φαίνεται πως υποβαθμίστηκε, καθώς τα ανασκαφικά δεδομένα αποκαλύπτουν περισσότερο δραστηριότητες οικιακές και βιοτεχνικές μίας φτωχικής συνοικίας. Κατά την πρωτοβυζαντινή ωστόσο περίοδο και ειδικότερα κατά τον 5ο και 6ο αιώνα οικοδομούνται στην περιοχή της Κορίνθου μεγάλες χριστιανικές βασιλικές με σημαντικό γλυπτό διάκοσμο, όπως η βασιλική Κρανείου στα ανατολικά, η βασιλική Κοδράτου στα βόρεια, η βασιλική της Σκουτέλας στα βορειοδυτικά, οι βασιλικές του Λεχαίου και των Κεγχρεών, ενώ νεκροταφεία του 6ου και 7ου αιώνα έχουν ανασκαφεί στις εκτός των τειχών περιοχές του Ασκληπιείου και των βασιλικών Κοδράτου και Κρανείου. Την ανάκαμψη της πόλης που συντελείται αυτή την περίοδο δείχνει να περιόρισε ο μεγάλος λοιμός του 542 που επηρέασε τα πληθυσμιακά δεδομένα, αλλά και ο καταστροφικός σεισμός του 525 που αναφέρεται από τον Προκόπιο. Ιδιαίτερης σημασίας όμως για την προστασία όχι μόνο της πόλης αλλά και ολόκληρης της Πελοποννήσου είναι η κατασκευή του Εξαμίλιου Τείχους, που εκτεινόταν κατά μήκος του Ισθμού από τις ακτές του Σαρωνικού ως τον κορινθιακό κόλπο, καθιστώντας το ως ένα από τα μεγαλύτερα οχυρωματικά έργα. Η πρώτη κατασκευή του τείχους έγινε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ (408-451). Μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του α΄ μισού του 6ου αιώνα και μεταξύ των ετών 548 και 560 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός μερίμνησε για την ανοικοδόμηση του τείχους. Στους αιώνες που ακολούθησαν παρατηρείται δραστηριότητα γύρω από τις βασιλικές που βρίσκονταν έξω από τα τείχη, ενώ στον χώρο της ρωμαϊκής αγοράς από τα τέλη του 6ου έως και τον 8ο αιώνα πραγματοποιούνται ταφές. Ανασκαφικά ευρήματα στις βασιλικές Κρανείου, Κοδράτου και μίας μικρής βασιλικής στον Ακροκόρινθο φανερώνουν ίχνη κατοίκησης κατά τον 7ο αιώνα. Ανάλογη δραστηριότητα έχει επισημανθεί και στην περιοχή Διαβατίκι που βρίσκεται κοντά στο Λέχαιο. Ειδικότερα στην περιοχή του Κρανείου έχουν έρθει στο φως οικοδομικά λείψανα εγκαταστάσεων και ευρήματα που δείχνουν ότι ο χώρος κατοικείται κατά τη μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή περίοδο. Στα τέλη του 8ου αιώνα και μετά την ανασυγκρότηση της αυτοκρατορίας η Κόρινθος γνωρίζουμε πως ορίζεται πρωτεύουσα του θέματος της Πελοποννήσου και έδρα στρατηγού. Ως έδρα αρχιεπισκόπου είναι φυσικό πως η πόλη θα έπρεπε να διαθέτει ένα μεγάλο μητροπολιτικό ναό. Παρά την έλλειψη ανασκαφικών δεδομένων, πλήθος γλυπτών που χρονολογούνται από τον 9ο μέχρι και τα τέλη του 12ου-αρχές 13ου αιώνα αποτελεί ένδειξη ύπαρξης ναών που γνωρίζουμε από τις πηγές, όπως ο ναός του των Αγίων Θεοδώρων, του Σωτήρος ή η λατινική μονή του Αγίου Νικολάου. Στη θέση του ρωμαϊκού «βήματος», από όπου είχε διδάξει ο απόστολος Παύλος χτίστηκε μικρή βασιλική, λείψανα της οποίας σώζονται ακόμα, ενώ ανασκαφικά έχουν επισημανθεί ναοί στην κρήνη Πειρήνη και στα νότια του Μουσείου, ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου που σωζόταν μέχρι το 1937, ο ερειπωμένος με μεταγενέστερες επεμβάσεις σημερινός ναός της Αγίας Παρασκευής, κ.ά. Η Κόρινθος λόγω της θέσης της που ευνοούσε την ανάπτυξη εμπορικής δραστηριότητας πρέπει να αναδείχτηκε σε σημαντικό κέντρο της μεσοβυζαντινής περιόδου. Η εύρεση νομισμάτων και θησαυρών αυτής της περιόδου δείχνουν να πιστοποιούν την οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Στα τέλη άλλωστε του 11ου αιώνα γνωρίζουμε πως οι Βενετοί συγκέντρωναν στην Κόρινθο φημισμένα προϊόντα της περιοχής, όπως μεταξωτά υφάσματα και λάδι, ενώ στα 1165-1171 ο Vitale Voltani, αντιπρόσωπος του Romano Mairano, μονοπωλούσε την κορινθιακή αγορά λαδιού εκ μέρους της Βενετίας. Φημισμένη ήταν η πόλη και για το εμπόριο της κορινθιακής σταφίδας από τη γνωστή ποικιλία εγχώριου σταφυλιού. Στα τέλη του 11ου αιώνα, σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα ο ανοιχτός μέχρι τότε χώρος της ρωμαϊκής αγοράς καταπατείται από διάφορα κτίσματα, τα οποία παρά τις ασαφείς πλέον φάσεις οικοδόμησης, περιελάμβαναν καταστήματα, συγκροτήματα κατοικιών, λουτρών, μοναστηριών και κάποια εργαστήρια. Πιστοποιημένη είναι η ύπαρξη εργαστηρίων κεραμικής, επεξεργασίας γυαλιού, χρυσού και ορείχαλκου, ενώ παρότι ακόμα δεν είναι επιβεβαιωμένο ανασκαφικά, υπάρχουν σαφείς αναφορές για εργαστήρια μεταξουργίας, όπου επεξεργάζονταν και έβαφαν το μετάξι. Παρά το πλήγμα που δέχεται Κόρινθος το 1147 από την πειρατική επιδρομή του στόλου του Ρογήρου της Σικελίας, η πόλη συνεχίζει την ισχυρή της παρουσία και περιγράφεται το 1154 από τον Ιντρίσι, γεωγράφο της αυλής του Ρογήρου, ως μεγάλη και ακμάζουσα, ενώ στα τέλη πλέον του 12ου αιώνα ο Χωνιάτης αναφέρει τα δύο της λιμάνια, Λέχαιο και Κεγχρεές και την ανθηρή εμπορική δραστηριότητα που αναπτυσσόταν κάτω από το κάστρο του Ακροκορίνθου. Τον 13ο, κατά την έλευση των Φράγκων, η πόλη πρέπει να ήταν οχυρωμένη με πύργους και περιμετρικό τείχος, όπως δείχνουν ανασκαφικά δεδομένα, ενώ η εμπορική της δραστηριότητα παραμένει ανθηρή παρά την διοικητική αλλαγή. Από αυτή την περίοδο, δυτικά της ρωμαϊκής αγοράς εντοπίστηκαν κατάλοιπα μίας συνοικίας που από τα ευρήματά της διαπιστώνεται η εισαγωγή σημαντικού αριθμού αγγείων από την Απουλία και το Βένετο. Η λεηλασία των Καταλανών το 1312, ο σεισμός κοντά στο 1320 και η Μεγάλη Πανώλη του 1348 οδηγεί την Κόρινθο στον μαρασμό. Σύμφωνα με την περιγραφή του Niccolò da Martoni, το 1395 υπάρχουν μόνο μερικές δεκάδες σπιτιών εντός του περιβόλου του Ακροκορίνθου, ενώ η κάτω πόλη βρίσκεται σε ερειπιώδη κατάσταση (version 0).
Η πόλη: Σύμφωνα με τον μύθο, ιδρυτής της πόλης υπήρξε ο Ναύπλιος, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, κόρης του βασιλιά του Άργους, Δαναού. Ο γιος του ήταν ο ήρωας Παλαμήδης, που έδωσε το όνομά του στον ψηλό βραχώδη λόφο στα νοτιοανατολικά. Η πόλη ιδρύθηκε πάνω σε μικρή χερσόνησο, με υψόμετρο 85 μ., μέγιστο μήκος 900 μ. και πλάτος περίπου 400 μ. Στα νεότερα χρόνια ονομάστηκε Ακροναυπλία, για να ξεχαστεί το τούρκικο όνομά της (Ίτς-Καλέ). Ήταν προσιτή μόνο από το Βορρά μέσω του αυχένα της Αρβανιτιάς, που δημιουργήθηκε με προσχώσεις. Η πόλη αποτέλεσε εξαρχής επίνειο του Άργους και διετέλεσε πάντοτε υπό τη σκιά και την επιρροή του.Η ιστορία του Ναυπλίου στα πρωτοβυζαντινά χρόνια είναι άγνωστη. Ωστόσο, η πόλη ίσως συνοικίστηκε από κατοίκους των γύρω περιοχών εξαιτίας των Σλαβικών επιδρομών στα τέλη του 6ου αιώνα. Στην αρχή του 10ου Ναυπλιείς διεκδίκησαν από τους Αργείους το σκήνωμα του επισκόπου Πέτρου, σήμερα αγίου και πολιούχου του Άργους, ενώ στα μέσα του ίδιου αιώνα πέρασε από την πόλη ο όσιος Νίκων ο Μετανοείτε κατά το ιεαραποστολικό ταξίδι του στην Πελοπόννησο.Το 1032 ο πατρίκιος Νικηφόρος Καραντηνός, στρατηγός Ναυπλίου, καταναυμάχησε τους Άραβες. Τον 12ο αιώνα το Ναύπλιο αναδείχθηκε σε πόλη με αξιοσημείωτο ρόλο: η μαρτυρία του Άραβα γεωγράφου Edrisi συμπληρώνεται από μνείες για μοναστικά κέντρα της περιοχής στα ιδρυτικά έγγραφα της μονής Αρείας, τα οποία συνέταξε ο επίσκοπος Άργους και Ναυπλίου Λέων, και από την αναβάθμιση της επισκοπής σε Μητρόπολη το 1189. Την ίδια περίοδο, ο Λέων Σγουρός, γόνος ντόπιας ισχυρής οικογένειας, έγινε άρχων του Άργους και της Κορίνθου, πολιόρκησε την Αθήνα και κυρίεψε τη θεσσαλική Λάρισα. Οι Φράγκοι της Δ’ Σταυροφορίας, αφού κατέλαβαν τον Ακροκόρινθο και προκάλεσαν την αυτοκονία του Σγουρού, πολιόρκησαν το Ναύπλιο, οι κάτοικοι του οποίου μετά από πεντάχρονη πολιορκία παρέδωσαν την πόλη στον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο, ο οποίος με τη σειρά του την εκχώρησε στον Όθωνα de la Roche, δούκα των Αθηνών το 1212.Η αρχαία υστεροκλασική ακρόπολη, που περιέκλειε το δυτικό τμήμα της χερσονήσου της Ακροναυπλίας, ενισχύθηκε στα Βυζαντινά χρόνια από την δυτική, τη βόρεια και την ανατολική πλευρά. Από το Νότο, ο βράχος ήταν τόσο απότομος και δυσπρόσιτος, που δεν είχε ανάγκη οχύρωσης. Μέσα στο κάστρο αυτό εκτεινόταν η βυζαντινή πόλη, από την οποία ελάχιστα οικοδομικά λείψανα έχουν έρθει στο φως. Ο μικρός τρίκλιτος ναός που ανασκάφηκε στο νότιο τμήμα του κάστρου ήταν ίσως αφιερωμένος στον άγιο Θεόδωρο τον Στρατηλάτη, όπως υποδεικνύει εικονίδιο από στεατίτη λίθο με την παράσταση του αγίου που βρέθηκε εκεί, σπάνιο δείγμα της βυζαντινής μικρογλυπτικής. Από το Βορρά, η θάλασσα έφτανε ως τις παρυφές του βράχου και έχει εύλογα υποτεθεί ότι στην πλευρά αυτή, που ήταν μερικώς αθέατη και προφυλαγμένη από τους ανέμους, θα είχε δημιουργηθεί μικρή λιμενική εγκατάσταση. Με την πάροδο του χρόνου θα συγκεντρώνονταν εκεί εργαστήρια και εμπορικά, αλλά και φτωχικές κατοικίες.Επί Φραγκοκρατίας (1212-1389) οικοδομήθηκε ενδιάμεσο τείχος που χώρισε το κάστρο σε δυο άνισα τμήματα, το μεγαλύτερο δυτικό και το μικρότερο ανατολικό, προς την πλευρά του αυχένα της Αρβανιτιάς. Το δυτικό τμήμα, γνωστό στις πηγές ως Ρωμέικο κάστρο, ήταν ουσιαστικά απομονωμένο, αφού επικοινωνία με τον εκτός τειχών χώρο είχε μόνο μέσω του ανατολικού κάστρου, όπου οι Φράγκοι ίδρυσαν τα στρατιωτικά και διοικητικά κτίριά τους. Η ανατολική πύλη, που αποτελούσε την κύρια είσοδο στο Φράγκικο κάστρο, προστατευόταν από δυο γωνιακούς κυκλικούς πύργους. Μετά τα δραματικά γεγονότα του 14ου αιώνα στην Πελοπόννησο μεταξύ Φράγκων και Βυζαντινών, η Μαρία d’ Engien, τελευταία κληρονόμος τ’ Αναπλιού, παραχώρησε το κάστρο στη Δημοκρατία της Γαληνοτάτης το 1389, εξασφαλίζοντας οικονομικά ανταλλάγματα.Στην περίοδο της πρώτης Βενετοκρατίας, η ανάπτυξη του λιμανιού και η οικονομική άνθηση οδήγησε στην αύξηση του πληθυσμού, που απέβη εκρηκτική γύρω στο 1500, όταν απόφαση της Γαληνοτάτης όρισε ότι οι κάτοικοι που παρέμεναν στην πόλη για περίοδο πάνω από επτά χρόνια, μπορούσαν να λάβουν τον τίτλο του πολίτη. Για την αντιμετώπιση των νέων αναγκών πραγματοποιήθηκε αποξηραντικό πρόγραμμα με πασσαλοπήξεις και επιχώσεις της παραλίας, ώστε να προκύψει νέα στεριά με προβλήτα. Έτσι, η Ακροναυπλία κατέστη ακρόπολη και η νέα έκταση, στη βόρεια πλευρά, την κάτω πόλη. Αναγκαστικά τότε έγιναν σημαντικά έργα υποδομής και οικοδομήθηκαν νέες οχυρώσεις. Αφενός η ύδρευση της πόλης εξασφαλίστηκε με αγωγό που έφερνε πόσιμο νερό από την αρχαία πηγή της Κανάθου, δίπλα στη μονή Αρείας, ενώ κτιστοί υπόνομοι απομάκρυναν τα λύματα στη θάλασσα. Αφετέρου η κάτω πόλη περικλείστηκε με ισχυρό τείχος που ακολούθησε κατά βάση τη νέα ακτογραμμή. Στην ίδια την ακρόπολη οι Βενετοί έκτισαν το 1470 στα ανατολικά των δύο παλαιών κάστρων ένα τρίτο για μεγαλύτερη προστασία, που ονομάστηκε κάστρο των Τόρων. Το κάστρο, σε σχέδια του Αντωνίου Gambello, οικοδομήθηκε σύμφωνα με τις πρόσφατες για την εποχή προδιαγραφές (κεκλιμένη βάση-scarpa, οριζόντιο γείσο-cordone και χαμηλοί κυκλικοί πύργοι-bastione), ώστε να καταστεί ισχυρό απέναντι στα νέα δεδομένα της πολιορκητικής τέχνης, που επέβαλλαν τη χρήση πυρίτιδας και κανονιών. Την ίδια περίοδο οχυρώθηκε και το νησάκι μπροστά στην προκυμαία της πόλης, που σήμερα είναι γνωστό ως Μπούρτζι.Με το τέλος του Βενετοτουρκικού πολέμου, το Ναύπλιο κια η Μονεμβασία παραχωρήθηκαν στους Οθωμανούς. Κατά την πρώτη Τουρκοκρατία (1540-1686), το Ναύπλιο χωρίστηκε σε πέντε συνοικίες, με τον Οθωμανικό πληθυσμό να κατοικεί κυρίως στην Ακροναυπλία και στους πρόποδές της και οι Έλληνες στην υπόλοιπη κάτω πόλη. Τα σπίτια που εικονίζονται σε παλιά χαρακτικά είναι όλα κτισμένα κλιμακωτά στην πλαγιά του λόφου, με οντάδες που προεξέχουν πάνω σε σαχνισιά στο ανώτερο τμήμα τους. Κρήνες, το σεράι του Πασά του Μοριά (Μόρα Βαλεσή) και τεμένη στην αγορά της πόλης, όπως το σημερινό «Τριανόν», είναι έργα της περιόδου αυτής.Η πόλη ανακαταλήφθηκε το 1686 από τους Βενετούς, που πραγματοποίησαν ένα ευρύ οικοδομικό και οχυρωματικό πρόγραμμα έως το 1714. Ο αρχιστράτηγος Φραγκίσκος Morosini μετέτρεψε την Ακροναυπλία σε στρατιωτική ακρόπολη. Το Παλαμήδι άρχισε να οχυρώνεται από το 1690, ενώ τα τείχη της Ακροναυπλίας και της κάτω πόλης συμπληρώθηκαν και ενισχύθηκαν με προτειχίσματα, προμαχώνες (Προμαχώνας Grimani), την επιβλητική Πύλη της Ξηράς, που προστατευόταν από τάφρο, και τη μεγάλη κινστέρνα στη ΒΔ γωνία της κάτω πόλης. Ο Προβλεπτής Αυγουστίνος Sagredo διάνοιξε μια νέα πύλη στη βόρεια πλευρά της ακρόπολης, για να συντομεύσει την επικοινωνία με την κάτω πόλη. Τότε κτίστηκαν και ορισμένα από τα πιο σημαντικά κτίρια, όπως το Οπλοστάσιο (1713), που σήμερα στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο.Αν και το Ναύπλιο σχεδιάστηκε να γίνει απόρθητο, καταλήφθηκε το 1715 οριστικά από τους Οθωμανούς. που το μετέτρεψαν σε μια τυπική μουσουλμανική πόλη με μπαρόκ κτίρια, μουσουλμανικά τεμένη και ιεροσπουδαστήρια, κρήνες και λουτρά. Η πόλη έπεσε στα χέρια των επαναστατημένων Ελλήνων στις 30 Νοεμβρίου 1822 και έγινε η πρώτη πρωτεύουσα του νεότευκτου Ελληνικού Βασιλείου.


Βιβλιογραφία (2)

1. Runciman St., Μυστράς. Βυζαντινή πρωτεύουσα της Πελοποννήσου, Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1986

2. Nicol, D. M, The Immortal Emperor. The Life and Legend of Constantine Palaiologos, Last Emperor of the Romans, Cambridge University Press, Νέα Υόρκη, 1992


Σχόλια (0)