Κωνσταντινούπολη - Κρήτη: «Νικηφόρος Φωκάς»



Η εξερεύνηση του κόσμου του Βυζαντίου δεν θα μπορούσε να μην περιλάβει τον ευρύ και πλούσιο πολιτισμικά χώρο του αρχιπελάγους του Αιγαίου. Παρά το γεγονός ότι τα νησιά δεν διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτικές, θρησκευτικές και καλλιτεχνικές εξελίξεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ωστόσο, ακολουθούσαν τις τάσεις της εποχής και αποτέλεσαν τον χώρο διεξαγωγής πολλών σημαντικών γεγονότων. Στα μνημεία της Βυζαντινής περιόδου που σώζονται στα νησιά αποτυπώθηκαν με γλαφυρότητα και ενάργεια όλα εκείνα τα στοιχεία που μετέβαλλαν, επηρέασαν και καθόρισαν την Ιστορία και τον Πολιτισμό στη διάρκεια των αιώνων· επιθέσεις, εισβολές και βίαια φυσικά φαινόμενα μπορούν να διαπιστωθούν μέσα από τους ερειπωμένους οικισμούς και τα κατεστραμμένα μνημεία, ενώ αντίστοιχα στα μεγάλα μοναστικά συμπλέγματα, στους εκτεταμένους ευημερούντες οικισμούς και στις πολυάριθμες εκκλησίες μπορεί κανείς σήμερα να αναγνωρίσει τις περιόδους άνθισης και ακμής που βίωσαν τα νησιά, όπως και όλη η αυτοκρατορία, σε συγκεκριμένες περιόδους.
 
Η Διαδρομή «Νικηφόρος Φωκάς» πήρε το όνομά της από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Νικηφόρο Β’ Φωκά, ο οποίος το 960 ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και έδρα του θρόνου του, και κατέληξε στην Κρήτη, την οποία ανακατέλαβε από τους Άραβες έπειτα από πολύμηνες επιχειρήσεις το 961. Πάνω σε αυτόν τον νοητό άξονα που συνδέει τη Βασιλεύουσα με τη Μεγαλόνησο, ο επισκέπτης της σελίδας ξεναγείται σε τόπους και μνημεία του αιγαιακού χώρου με μεγάλη ακτινοβολία που όμως, έχουν μείνει στο παρασκήνιο του ενδιαφέροντος. Γνώμονας της επιλογής υπήρξε η διάθεση να φωτιστούν βυζαντινές και μεταβυζαντινές πτυχές της ιστορίας αυτής της περιοχής.

Κάστρα, μονές ναούς, καθώς και σύγχρονα μουσεία περιλαμβάνει η διαδρομή «Νικηφόρος Φωκάς». Η νοητή πορεία των κάστρων ξεκινάει από το Κάστρο της Μυτιλήνης και μέσω των κάστρων της Χίου, της Λέρου, της Κω, της Ρόδου και της Νάξου καταλήγει στο κάστρο των Χανίων. Η Νέα Μονή Χίου και η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, σε συνδυασμό με τις πρωτοχριστιανικές βασιλικές της Κω και την Επισκοπή Κισσάμου ορίζουν την πορεία στα θρησκευτικά μνημεία. Η διαδραστική περιήγηση συμπληρώνεται από τη σύγχρονη ματιά του ανθρώπου προς το παρελθόν, μέσω των μουσείων της Χίου, της Λέρου, και του Αρχοντικού Νικολαΐδη στην Πάτμο.

Η ξεχωριστή και σημαντικά ενδιαφέρουσα γνώση που θα αποκομίσει ο επισκέπτης που θα διαλέξει να πορευτεί τον δρόμο του Νικηφόρου Φωκά έγκειται στη διαπίστωση της πολυπολιτισμικότητας και της πολυχρωμίας του Αιγαίου των βυζαντινών χρόνων. Ως χώρος ζωής, δράσης και διεκδίκησης διαφορετικών λαών, το βυζαντινό Αιγαίο έχει τα λαμπερά χρώματα των ψηφιδωτών της Νέας Μονής, την πολυπλοκότητα της κάτοψης του Κάστρου της Νάξου, τη στιβαρότητα του όγκου του κάστρου των Ιπποτών και την ενέργεια όλων αυτών των ανθρώπων (Έλληνες, Βενετσιάνοι, Οθωμανοί) με τις διαφορετικές γλώσσες, θρησκείες, βιώματα, καταβολές και σκοπούς που το διέσχισαν και το κατοίκησαν μέσα στη μακραίωνη ιστορία του.


Γλωσσάρι (1)

ψηφιδωτό: σχέδιο ή παράσταση που σχηματίζεται με τη συναρμολόγηση και συγκόλληση ποικιλόχρωμων ψηφίδων. Ψηφιδωτή διακόσμηση μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις επιφάνειες ενός κτιρίου, δάπεδο τοίχους ή οροφή.


Πληροφοριακά Κείμενα (15)

Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
Το νησί: Η Κρήτη, η Μεγαλόνησος του ελληνικού αρχιπελάγους, με την πρωταγωνιστική και ρηξικέλευθη ιδιοσυγκρασία και τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του πολιτισμού της στιγμάτισε και συχνά καθόρισε τη ροή της ιστορίας του ελλαδικού χώρου. Με συγκροτημένο πολιτισμό ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους τέθηκε στο προσκήνιο της αυγής του πολιτισμού στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Η μακραίωνη περίοδος ακμής του νησιού, στους χρόνους από το 2800 μέχρι το 1100 π.Χ., ταυτίστηκε με το μινωικό πολιτισμό. Η ανέγερση των παλαιών και νέων ανακτόρων της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων και της Ζάκρου, η ανάπτυξη πλήθους σημαντικών θέσεων όπως η Αγία Τριάδα, η Γόρτυνα, η Ζώμινθος, ο Μύρτος, η Φούρνου Κορυφή, κ.α., η ανάπτυξη μιας εκλεπτυσμένης, πλούσιας και ζωηρής τέχνης, η εμπορική θαλασσοκρατία των Μινωιτών με την εξάπλωση των προϊόντων, της κεραμικής, των τεχνουργημάτων και των καλλιτεχνικών τάσεων σε ολόκληρη την περιφέρεια της μεσογειακής λεκάνης είναι οι αδιάψευστοι μάρτυρες του βεληνεκούς και της ακτινοβολίας του μινωικού πολιτισμού. Η κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος και η πτώση του μινωικού πολιτισμού ακολουθήθηκαν από τη διείσδυση των Μυκηναίων και το πέρασμα στην εποχή του σιδήρου, η οποία κάθε άλλο παρά την προηγούμενη αίγλη του νησιού θυμίζει. Στους ιστορικούς χρόνους, η Κρήτη δεν έχει χάσει μεν τη θέση της ως εμπορικό κέντρο, έχει όμως περάσει στο περιθώριο των εξελίξεων του ελληνικού κόσμου που συναρτώνται πια με τα μεγάλα κέντρα των Αθηνών, της Σπάρτης και της Μακεδονίας, αργότερα. Την εποχή αυτή σημαντικά αστικά κέντρα του νησιού εντοπίζονται στην Κνωσό, τη Λατώ, την Πραισό, την Κυδωνία και τη Γόρτυνα. Το 69 π.Χ. το νησί πέρασε βίαια στην κατοχή των Ρωμαίων. Έδρα της διοίκησής τους όρισαν τη Γόρτυνα, η οποία αναδείχθηκε σε σημαντικό κέντρο της εποχής. Στον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα η Κρήτη δέχτηκε το κήρυγμα του χριστιανισμού από τον Απόστολο Παύλο. Την οργάνωση των εκκλησιών στο νησί ανέλαβε το 63 ο μαθητής του Παύλου, Τίτος. Με τη διάδοση του χριστιανισμού, ανάμεσα στον 4ο και τον 8ο αι., οικοδομήθηκε μεγάλος αριθμός βασιλικών, γεγονός χαρακτηριστικό στην παλαιοχριστιανική εποχή. Μεταξύ αυτών, οι βασιλικές της Σούγιας, της Χερσονήσου, της Πανόρμου, της Ελεύθερνας, της Συβρίτου, του Φραγκοκάστελλου και της Γόρτυνας. Οι πηγές μαρτυρούν πως η Κρήτη αποτελούσε τότε μέρος της διοικητικής περιφέρειας της Μέσσιας (Dioecesis Moesiarum ή Illyricum Orientale), εξαρτώμενη άμεσα από την Εκκλησία της Ρώμης και πως η Επισκοπική Επαρχία της Κρήτης την εποχή αυτή αριθμούσε περίπου είκοσι επισκοπικές έδρες, με τη Γόρτυνα ως μητροπολιτική έδρα. Στην περίοδο της Εικονομαχίας, περί το 754, επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε’, η εκκλησία της Κρήτης αποσπάστηκε από τη Ρώμη και προσαρτήθηκε στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Η εμφύλια σύρραξη που ξέσπασε στην Κρήτη το 823 μεταξύ του Θωμά του Σλάβου και του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β’ καθώς και μια σειρά εξεγέρσεων που έλαβαν χώρα στο δυτικό τμήμα της μεσογειακής λεκάνης –και συγκεκριμένα των Ανδαλουσιανών Αράβων ενάντια στο χαλίφη της Κόρδοβας- έμελλαν να αφήσουν τη Μεγαλόνησο ευάλωτη στους Άραβες. Οι εξεγερθέντες έχοντας εξοριστεί από την ιβηρική χερσόνησο και μην έχοντας πρόσβαση στα βόρεια παράλια της Αφρικής, προσέβλεψαν στην Κρήτη. Το 826 ξεκίνησε μια σειρά επιθέσεων, η οποία κατέληξε με εισβολή σαράντα πολεμικών αραβικών πλοίων στον κόλπο της Σούδας, πολυήμερη λεηλασία και κατάληψη τελικά του νησιού. Η Γόρτυνα ισοπεδώθηκε και οι Άραβες ίδρυσαν τη νέα τους πρωτεύουσα στη θέση της αρχαίας Ηράκλειας ανεγείροντας ένα ισχυρό φρούριο με βαθιές τάφρους, το οποίο ονόμασαν αλ-Χαντάκ, τον μεταγενέστερο Χάνδακα. Με αφετηρία τον Χάνδακα οι Άραβες οργάνωσαν ένα εκτεταμένο πλέγμα επιθέσεων στα νησιά του Αιγαίου, τα οποία βυθίστηκαν στην καταστροφή και την ερήμωση. Οι προσπάθειες του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β’ για την ανάκτηση του νησιού μέχρι το 829, καθώς και η βραχυπρόθεσμα επιτυχής απόπειρα του αντιβασιλέως Μιχαήλ Γ’ το 843 δεν κατόρθωσαν να απαλλάξουν το νησί από την αραβική παρουσία. Τη σκυτάλη στην προσπάθεια εκτοπισμού των Αράβων ανέλαβε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος, στα χρόνια της βασιλείας του οποίου αναδείχτηκε λόγω των στρατιωτικών του ικανοτήτων ο Νικηφόρος Φωκάς. Με τη διαδοχή του Πορφυρογέννητου από τον αυτοκράτορα Ρωμανό Β’, ο Νικηφόρος ανέλαβε το 960 εκστρατεία προκειμένου να απελευθερώσει την Κρήτη, η οποία μετά από πολύμηνες επιχειρήσεις κατέληξε τον επόμενο χρόνο στην παράδοση του Χάνδακα. Το νησί επέστρεψε ως θέμα στη βυζαντινή κυριαρχία και αναδιοργανώθηκε διοικητικά και εκκλησιαστικά από τον Φωκά. Υπό το φόβο μιας νέας αραβικής απειλής, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε προσωρινά στην ενδοχώρα της περιοχής του Χάνδακα και οικοδομήθηκε ισχυρό τείχος. Στο θρησκευτικό τομέα, ο Φωκάς συνδέθηκε με πνευματικούς ανθρώπους, όπως ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε και ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος, και αναδιοργάνωσε νέες επισκοπικές έδρες μακριά από τις ακτές, ενώ μετέφερε άλλες σε νέες τοποθεσίες. Στα τέλη του 10ου αι. οικοδομήθηκε στη Γόρτυνα ο ναός του Αγίου Τίτου ως μητροπολιτικός ναός πάνω στα ερείπια τρίκλιτης θολοσκεπούς βασιλικής της παλαιοχριστιανικής περιόδου. Ο ναός ανήκει στον σταυροειδή τρίκογχο αρχιτεκτονικό τύπο και στεγάζεται με τρούλλο. Η περίοδος της δεύτερης βυζαντινής κυριαρχίας στην Κρήτη διήρκεσε μέχρι την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. Με την πτώση της πρωτεύουσας, παρεμβλήθηκε μια σύντομη –μέχρι το 1217- κατοχή του νησιού από τον Γενουάτη κόμη της Μάλτας, Ερρίκο Πεσκατόρε, ο οποίος μερίμνησε με ζέση για την ενίσχυση των φρουρίων του Χάνδακα, του Ρεθύμνου και της Σητείας, καθώς και για την τείχιση άλλων σημαντικών θέσεων του νησιού. Από το 1217 η Κρήτη εδραιώνεται ως μία από τις σημαντικότερες κτήσεις της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας. Ο Χάνδακας, με τη νέα βενετική του ονομασία Candia, εξακολουθεί να είναι η πρωτεύουσα και το διοικητικό κέντρο του νησιού, το οποίο διαιρέθηκε σε έξι τμήματα διοικούμενα από αντίστοιχους Βενετούς διοικητές. Η εγκατάσταση Ενετών αποίκων αύξησε τον πληθυσμό και ανατροφοδότησε την πόλη, η οποία αναμορφώθηκε δραστικά με την ενίσχυση της οχύρωσης και του λιμανιού και την πλούσια ανοικοδόμηση. Οι θαλάσσιοι εμπορικοί δρόμοι διευρύνθηκαν και το εμπόριο άνθισε. Η εκκλησιαστική οργάνωση διατήρησε τη βυζαντινή της μορφή, τοποθετήθηκαν όμως επικεφαλής των επισκοπικών εδρών ένας Έλληνας κι ένας Λατίνος επίσκοπος. Επανειλημμένες εξεγέρσεις των Κρητών κατά της ενετικής κυριαρχίας σημειώθηκαν σε όλη τη διάρκεια του 13ου αι., με αυτή των Σκορδίληδων και των Μελισσηνών στο α’ τέταρτο του αιώνα να ξεχωρίζει, καθώς έτυχε της υποστήριξης των βυζαντινών στρατευμάτων της αυτοκρατορίας της Νίκαιας του Ιωάννη Βατάτζη. Η επανάκτηση της πρωτεύουσας από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο το 1261 πυροδότησε λίγα χρόνια αργότερα επίσης νέο κύμα αναταραχών στο νησί. Ο κύκλος αυτών των επαναστάσεων έκλεισε με την απόπειρα των Ενετών φεουδαρχών μεταξύ του 1363 και 1364 να αποσχιστούν από τη Βενετία προβαίνοντας στη Διακήρυξη της Δημοκρατίας του Αγίου Τίτου. Με την άλωση της πρωτεύουσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς το 1453 η Κρήτη αναδεικνύεται σε καταφύγιο Κωνσταντινουπολιτών. Παρόλο που η εισροή νέου πληθυσμού αποτέλεσε αναμφίβολα σημαντική μεταβολή, η ομαλή συνύπαρξη που επιτεύχθηκε με τον ντόπιο πληθυσμό και τους Βενετούς, εξαιτίας της προβολής των Οθωμανών ως του κοινού κινδύνου, λειτούργησε γόνιμα και εποικοδομητικά για την Κρήτη, με αποτέλεσμα την κρητική αναγέννηση του 16ο και 17ου αι. Μεταξύ των ετών 1645 και 1669 λαμβάνει χώρα στο νησί ο Πέμπτος Ενετοτουρκικός πόλεμος. Οι Οθωμανοί που αποβιβάστηκαν και κατέλαβαν την Κρήτη το 1645, τρία χρόνια αργότερα άρχισαν να πολιορκούν το Χάνδακα. Το 1645 κατέλαβαν τα Χανιά και το 1646 το Ρέθυμνο. Από το Μάιο του 1648 και για 21 ολόκληρα χρόνια θα διαρκέσει η μνημειώδης πολιορκία της πόλης του Χάνδακα, η οποία σφυροκοπήθηκε από καθημερινούς βομβαρδισμούς και επιθέσεις, αλλά κατόρθωσε να αντέξει εφοδιαζόμενη από τη θάλασσα. Η τελευταία φάση της πολύχρονης πολιορκίας αρχίζει το 1666 με την έλευση των πολυάριθμων ενισχύσεων του πασά Φαζήλ Αχμέτ Κιοπρουλού (Köprülü Fazıl Ahmed Paşa). Η δεινή θέση στην οποία περιήλθαν οι πολιορκούμενοι ανάγκασε τον Βενετό στρατηγό Φραγκίσκο Μοροζίνι (Francesco Morosini) να προβεί σε συνθηκολόγηση με τους Οθωμανούς και να τους παραδώσει το νησί.
Το κάστρο: Το κάστρο της Μυτιλήνης, ένα από τα μεγαλύτερα κάστρα στο χώρο της Μεσογείου, καταλαμβάνει την κορυφή ενός μικρού λόφου στο BA τμήμα της χερσονήσου, όπου είναι χτισμένη η πόλη. Διακρίνεται σε Επάνω, Μεσαίο και Κάτω Κάστρο. Η πρώτη οικοδομική φάση του, αποτελούμενη κατά μεγάλο μέρος από αρχαίο υλικό, τοποθετείται στους χρόνους του Ιουστινιανού. Τα κατάλοιπα της βυζαντινής φάσης είναι λιγοστά και περιορίζονται σε μια πυλίδα στη βόρεια πλευρά των τειχών, στον ανατολικό τοίχο του κεντρικού οχυρωματικού περιβόλου και στη δεξαμενή του μεσαίου κάστρου. Η βασική διαμόρφωση του κάστρου οφείλεται στον Φραγκίσκο Α’ Γατελούζο (Francesco Gattelusio), Γενοβέζο έμπορο, ο οποίος το 1355 έλαβε από τον Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο το νησί της Λέσβου ως προίκα για το γάμο του με την αδελφή του αυτοκράτορα, Μαρία Παλαιολογίνα. Η ανοικοδόμηση και ενίσχυση του κάστρου υπήρξαν από τις πρώτες φροντίδες του Γατελούζου, όπως μαρτυρά εντοιχισμένη πάνω από τη Δυτική πύλη λατινική επιγραφή, η οποία φέρει τη χρονολογία 1373. Ο σφοδρός σεισμός που σημειώθηκε στο νησί το 1384 προκάλεσε σημαντικές ζημιές στο κάστρο. Γενικές αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν από τους τελευταίους Γατελούζους στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα· το κάστρο ενισχύθηκε τότε με προμαχώνες, τάφρους, πολεμίστρες, παρατηρητήρια και κανόνια. Η κατάληψη της Μυτιλήνης από τους Οθωμανούς το 1462 εγκαινίασε μια νέα οικοδομική φάση για τον οχυρωματικό περίβολο με ευρείες επισκευαστικές παρεμβάσεις στις αρχές του 16ου αι., καθώς και εργασίες επέκτασης του εξωτερικού τείχους με την προσθήκη του Κάτω Κάστρου, στα μέσα του 17ου αι. επί σουλτάνου Ιμπραήμ Χαν. Τα τείχη του κάστρου της Μυτιλήνης, κάτοψης ακανόνιστου παραλληλογράμμου σχήματος, περικλείουν έκταση περίπου 60 στρεμμάτων όπου σώζονται πλούσια κατάλοιπα κτηρίων διαφόρων περιόδων. Μεταξύ αυτών, στο Επάνω Κάστρο σώζεται η Πυριτιδαποθήκη, ερείπια τουρκικού τζαμιού, πλησίον του οποίου υπάρχει σαρκοφάγος με τα εμβλήματα των Γατελούζων και των Παλαιολόγων. Επίσης, στο ίδιο μέρος του κάστρου σώζεται ο γνωστός ως "Πύργος της Βασίλισσας", που αποτελείται από 5 πύργους και τάφρο και εσωκλείει μεγάλη αυλή και δύο δωμάτια, τα οποία πιθανώς ήταν η επίσημη κατοικία του κάστρου στους βυζαντινούς χρόνους. Στο Μεσαίο Κάστρο, όπου εισέρχεται κανείς από την πύλη Ορτά Καπού, σώζεται ο Μενδρεσές, ιεροδιδασκαλείο του 16ου αι., υπόγεια δεξαμενή, συγκρότημα φυλακών και η κινστέρνα της βυζαντινής περιόδου. Στο Κάτω Κάστρο που αποτελεί εξ ολοκλήρου τουρκική προσθήκη, σήμερα σώζεται ερειπωμένο οθωμανικό λουτρό και κρήνη, καθώς και οικήματα.
Το κάστρο: Η αναστάτωση και το κλίμα ανασφάλειας που προκάλεσαν οι αραβικές επιθέσεις στα νησιά του Αιγαίου στις αρχές 10ου αιώνα υποχώρησαν σημαντικά μετά την ανακατάληψη της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά το 961. Την περίοδο που ακολούθησε, η διασφάλιση των θαλάσσιων δρόμων τόνωσε το εμπόριο και πραγματοποιήθηκαν οχυρωματικά έργα σε μεγάλα λιμάνια, στο πλαίσιο μέριμνας της πρωτεύουσας για τη διαφύλαξη της αποκατεστημένης τάξεως στο Αιγαίο. Η ανέγερση του Κάστρου της Χίου ανάγεται στους τελευταίους χρόνους του 10ου αιώνα, αν και από τη βυζαντινή φάση αυτή της οχύρωσης δεν διατηρούνται κατάλοιπα. Το κάστρο, με κάτοψη ακανόνιστου πενταπλεύρου σχήματος, περικλείει έκταση 180.000 τ.μ. και ανήκει σε γενουατική διαμόρφωση των αρχών του 14ου αιώνα. Ο οχυρωματικός περίβολος διαιρούσε την πόλη στην εντός των τειχών, την Civitas Chii, όπου ήταν η έδρα της πολιτικής και στρατιωτικής αρχής, και στην εκτός των τειχών, το borgo. Η σημερινή του μορφή οφείλεται αφενός σε διαδοχικές προσθετικές και επισκευαστικές παρεμβάσεις Γενουατών, Βενετών και Οθωμανών, και αφετέρου στις εκτεταμένες φθορές του 19ου αιώνα, που προκλήθηκαν από το βομβαρδισμό του 1828, το σεισμό του 1881 και την κατεδάφιση του νοτίου σκέλους για την κατασκευή του νέου λιμανιού το 1896. Τα τείχη του κάστρου, χερσαία και επιθαλάσσια σε δυο πλευρές, ενισχύονταν με εννέα προμαχώνες, από τους οποίους σήμερα σώζονται οι οκτώ. Τα χερσαία τείχη περιβάλλονταν από τάφρο. Τρεις πύλες παρείχαν πρόσβαση στο εσωτερικό του κάστρου, η Κεντρική Πύλη (Porta Maggiore), στο νότιο άκρο, η Δυτική Πύλη (Portello) και η Θαλάσσια Πύλη (Porta di Marina), η οποία δεν σώζεται. Ενδιαφέροντα κτήρια και μνημεία διατηρούνται εντός των τειχών, μεταξύ των οποίων το Παλάτι Ιουστινιάνι, διώροφο κτίσμα του 15ου αιώνα, έδρα της γενουατικής διοίκησης, η Σκοτεινή Φυλακή, χώρος όπου το 1822 φυλακίστηκαν 74 προύχοντες του νησιού, οι οποίοι στη συνέχεια απαγχονίστηκαν, το οθωμανικό νεκροταφείο του Καρά Αλή, ο πύργος-παρατηρητήριο, γνωστός ως Κουλάς και η Κρύα Βρύση, η σημαντικότερη δεξαμενή του κάστρου. Τέλος, στο εσωτερικό του κάστρου σώζεται και ο ναός του Αγίου Γεωργίου, που μετατράπηκε σε τέμενος στην περίοδο της οθωμανικής κατοχής. Από τη φάση αυτή στην αυλή του ναού διατηρούνται μεντρεσές και κρήνη.
Το κάστρο του Παντελίου: Το Κάστρο Παντελίου, σημαντικό μεσαιωνικό μνημείο της Λέρου, βρίσκεται στην ανατολική ακτή του νησιού, επί του λόφου Πίτυος (Απιτύκι), μεταξύ των οικισμών Πλατάνου και Αγίας Μαρίνας. Οι δύο εσωτερικοί περίβολοι της πρώτης οικοδομικής φάσης του κάστρου χρονολογούνται στους μέσους βυζαντινούς χρόνους. Επιβεβαιωμένο χρονικό όριο πριν το οποίο τοποθετείται η ανέγερσή τους είναι το έτος 1087, όταν εκδόθηκε αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο του Αλεξίου Α’ Κομνηνού, με το οποίο το ήμισυ του κάστρου παραχωρήθηκε στον Χριστόδουλο Λατρηνό, ιδρυτή της μονής Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο, για λογαριασμό της μονής Παναγίας των Καστριανών στην Κω. Οι Ιωαννίτες Ιππότες από τα τέλη του 15ου μέχρι και τις αρχές του 16ου αιώνα προχώρησαν σε επισκευές των υφισταμένων βυζαντινών τειχών και στην ανέγερση του εξωτερικού περιβόλου του κάστρου, ο οποίος συμμορφώνεται απόλυτα με τις επιταγές της καθιέρωσης χρήσης των πυροβόλων όπλων. Οικόσημα ιπποτών και μαγίστρων διάσπαρτα στο κάστρο μαρτυρούν τη μέριμνα των Ιωαννιτών για την ενίσχυσή του. Εντός των τειχών σώζονται πέντε εκκλησίες, μεταξύ των οποίων αυτή της Παναγίας του Κάστρου. Ο ναός, ο οποίος οικοδομήθηκε στο τέλος του 17ου αιώνα μετά την θαυματουργή –σύμφωνα με την παράδοση- εμφάνιση της εικόνας της Παναγίας στην πυριτιδαποθήκη του κάστρου, σήμερα στεγάζει το Εκκλησιαστικό Μουσείο της Λέρου.
Το κάστρο Παλαιού Πυλίου: Για το κάστρο και το μεσαιωνικό οικισμό του Παλαιού Πυλίου, στη σύγχρονη περιοχή Αμανιού στο κεντρικό τμήμα της Κω, τις πρώτες πληροφορίες παρέχουν τα πατμιακά αρχεία. Συγκεκριμένα, το χρυσόβουλλο του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, το Μάρτιο του 1085, επικυρώνει τη δωρεά δύο θέσεων του νησιού στο Χριστόδουλο Λατρηνό, μετέπειτα ιδρυτή της Μονής Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο, «το τε Καστέλον εγχωρίως λεγόμενον ...και το του Πιλέ επονομαζόμενον», καθώς και την απαλλαγή των θέσεων αυτών από τους φόρους. Εκεί ο Χριστόδουλος ίδρυσε τη μονή της Θεοτόκου, τη λεγόμενη και Παναγία των Καστριανών. Το 1088 η περιοχή του Πυλίου περιέρχεται στο βυζαντινό κράτος ως τμήμα της περιουσίας του Χριστόδουλου, με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Πάτμου στο μοναχό. Το κάστρο του Παλαιού Πυλίου, σημαντικό καταφύγιο του πληθυσμού κατά τη διάρκεια των οθωμανικών επιδρομών την ιπποτική περίοδο, το 1493 επλήγη σοβαρά από ισχυρό σεισμό. Ένα από τα τελευταία γεγονότα που σχετίζονται με το κάστρο καταγράφεται το 1526, στη διάρκεια επανάστασης των κατοίκων κατά της οθωμανικής διοίκησης, όταν οι χριστιανοί κάτοικοι της περιοχής σφαγίασαν τους μουσουλμάνους και έπειτα κλείστηκαν στο κάστρο. Μετά από μακρά σιγή των πηγών, οι πληροφορίες αναφέρουν εγκατάλειψη του χώρου λόγω επιδημίας στις αρχές του 19ου αι. Ίχνη κυκλώπειας τείχισης στη ΒΔ πλευρά και κεραμική της εποχής του χαλκού συνηγορούν στην προϊστορική κατοίκηση της θέσης. Η μεσαιωνική οχύρωση του 11ου αι. ενίσχυσε και επέκτεινε τη φυσικά οχυρή θέση με τρεις περιβόλους. Ο πρώτος (άνω περίβολος) περικλείει την κορυφή του λόφου και ο δεύτερος οριοθετεί μεγαλύτερη έκταση στην Α., Δ. και Ν. πλευρά του πρώτου. Ίχνη τειχών και μιας πύλης στην περιοχή βόρεια του περιβόλου υποδεικνύουν ότι και ο χώρος αυτός ήταν τειχισμένος. Έχουν εντοπιστεί τρεις πύλες, οι οποίες παρείχαν πρόσβαση στο κάστρο από το εξωτερικό και διευκόλυναν την επικοινωνία μεταξύ των περιβόλων. Επτά πύργοι, τέσσερις στον πρώτο και τρεις στο δεύτερο περίβολο, ενίσχυαν την οχύρωση, παρά την πλημμελή και πρόχειρη κατασκευή τους, η οποία υπαγορευόταν από τις εκάστοτε έκτακτες συνθήκες. Τα αποσπασματικά αρχιτεκτονικά λείψανα που διατηρούνται εντός του κάστρου ανήκουν κυρίως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Μεταξύ αυτών εντοπίζονται δύο κτήρια και μια υπόγεια κινστέρνα εντός του πρώτου περιβόλου, αναλημματικοί τοίχοι και αταύτιστα κτήρια εντός του δεύτερου, ενώ στον τέταρτο περίβολο -μεταξύ των διάσπαρτων τοίχων- διακρίνεται ένα μικρό κτήριο τετράπλευρης κάτοψης που σώζει κόγχη, ενδεχομένως παρεκκλήσιο.
Το κάστρο των Ιπποτών: Από την πρώτη οχύρωση της Ρόδου στους χρόνους της ίδρυσής της, στον ύστερο 5ο αι. π.Χ., μέχρι τη σημερινή εικόνα του Κάστρου των Ιπποτών μεσολαβούν αιώνες επεκτάσεων, αναμορφώσεων, καταστροφών, επισκευών και ενισχύσεων. Η σύγχρονη μορφή του κάστρου της πόλης οφείλεται βασικά στους Ιωαννίτες ιππότες, οι οποίοι κατέλαβαν το νησί στις αρχές του 14ου αι. και παρέμειναν σε αυτό μέχρι την κατάληψή του από τους Οθωμανούς το 1522. Μεταξύ της αρχαίας και της ιπποτικής οχύρωσης μεσολαβούν οι φάσεις της βυζαντινής περιόδου. Η πρώτη, στον ύστερο 7ο αι., συνδέεται με την εισβολή των Αράβων στο Αιγαίο και τις συστηματικές επιθέσεις τους στα νησιά και η δεύτερη, στα τέλη του 11ου ή μέσα στο 12ο αι., σχετίζεται με την ανάδειξη της Ρόδου σε σημαντικό εμπορικό σταθμό των Βενετών, μετά από άδεια που τους παραχώρησε ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ ο Κομνηνός. Τα τείχη τότε επεκτάθηκαν προς Ν. και σταδιακά ενισχύθηκαν, με αποτέλεσμα στις αρχές του 14ου αι. οι Ιωαννίτες να έρθουν αντιμέτωποι κατά την πολιορκία της Ρόδου με μια αρκετά ισχυρή οχύρωση. Στη φάση αυτή, η τειχισμένη πόλη διαιρέθηκε σε τρεις τομείς, την ακρόπολη, το εσωτερικό κάστρο (Κολλάκιο) και τη χώρα (Burgus). Η έλευση των ιπποτών εγκαινίασε για τη Ρόδο μια περίοδο ευδοκίμησης και έντονης οικοδομικής δραστηριότητας. Το τείχος της πόλης με τη φροντίδα πολλών μαγίστρων, όπως του Helion de Villeneuve (1319-1346), του Antoni de Fluvian, (1421-1437), του Jean Bonpart de Lastic (1437-1454) και του Jacques de Milly (1454-1461), επισκευάστηκε, αναδιοργανώθηκε και ενισχύθηκε, για να λάβει περί τα μέσα του 15ου αι. τη σημερινή του έκταση. Το τείχος, μήκους περίπου 3,5 χιλιομέτρων, περικλείει έκταση 350 στρεμμάτων και διαθέτει προτείχισμα, του οποίου κατά τόπους διατηρούνται βυζαντινά τμήματα, τάφρο, κυμαινόμενου πλάτους 20-60μ., και προχώματα. Ενισχυόταν από 21 ισχυρούς πύργους και 8 προμαχώνες, σύμφωνα με τις επιταγές της καθιέρωσης της χρήσης πυροβόλων όπλων, ενώ πολυάριθμες πύλες εξασφάλιζαν την κυκλοφορία και την επικοινωνία μεταξύ των τειχών. Η πλακόστρωτη Οδός των Ιπποτών, μήκους 200μ. και πλάτους 6μ., ήταν ο κεντρικός δρόμος του κάστρου. Ξεκινούσε από το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου και κατέληγε στο ναό της Παναγίας του Κάστρου, εκκλησία των βυζαντινών χρόνων που μετασκευάστηκε από τους Ιωαννίτες. Εκατέρωθεν της Οδού των Ιπποτών ορθώνονται τα σημαντικότερα οικοδομήματα του κάστρου, ο Άγιος Ιωάννης του Κολλακίου, τα Καταλύματα των Γλωσσών, το παρεκκλήσι της Αγίας Τριάδας, το Νοσοκομείο και οι οικίες των αξιωματούχων του Τάγματος. Η πτώση της Ρόδου στους Οθωμανούς του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς το 1522 δεν επέφερε σημαντικές μεταβολές στη φυσιογνωμία του τείχους, καταγράφηκε όμως στο εσωτερικό του κάστρου με την ανέγερση τεμενών, όπως το τζαμί του Χαμζά Μπέη και το τζαμί Σουλεϊμάν.
Το κάστρο: Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 υπήρξε κομβικό σημείο της βυζαντινής ιστορίας με μεγάλο αντίκτυπο σε όλα τα εδάφη της αυτοκρατορίας. Το γεγονός αυτό εισήγαγε στη Νάξο την περίοδο της Φραγκοκρατίας και επιπλέον καθόρισε την ανάδειξή της σε πρωτεύουσα του νεοσυσταθέντος Δουκάτου του Αιγαίου. Έργο του πρώτου Ενετού ηγεμόνα του νησιού, Μάρκου Β’ Σανούδου, το κάστρο της Νάξου οικοδομήθηκε στη θέση αρχαίας ακρόπολης στις αρχές του 13ου αιώνα και σήμερα θεωρείται το πλέον χαρακτηριστικό δείγμα οχυρωμένου μεσαιωνικού οικισμού στις Κυκλάδες. Το τείχος, ακανόνιστης κυκλοτερούς κάτοψης, περικλείει έκταση περίπου 20 στρεμμάτων. Το περίγραμμα του αρχικού περιτειχίσματος ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό το φυσικό ανάγλυφο του εδάφους με αποτέλεσμα να μην καταστεί απαραίτητη η κατασκευή περιμετρικής τάφρου ή προτειχίσματος. Το τείχος ενισχυόταν με 16 πύργους, από τους οποίους σήμερα οι 7 είναι εμφανείς, ενώ εξ ολοκλήρου σώζεται μόνο ένας, ο πύργος του Γλέζου ή Κρίσπι, κοντά στην κύρια πύλη του κάστρου, την λεγόμενη Τρανή Πόρτα. Η Τρανή Πόρτα, στα ΒΔ. του τείχους, παρείχε τη συντομότερη διαδρομή προς το λιμάνι, ενώ η δεύτερη σημαντική πύλη του κάστρου, η επονομαζόμενη και Παραπόρτι, στα ΝΔ. του τείχους, διανοίχτηκε στο σημείο της ομαλότερης πρόσβασης στο κάστρο και το συνδέει με το εσωτερικό του νησιού. Οι πολλαπλές επισκευές των τειχών επιβεβαιώνουν τη διαρκή αναδιαμόρφωση του μνημείου, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στο εσωτερικό του κάστρου με κτήρια διαφόρων εποχών. Στην πρώτη ενετική περίοδο ανήκει η Καθολική Μητρόπολη, η οποία συνδέεται με την απόσπαση της Επισκοπής της Νάξου από αυτή των Αθηνών και την ανεξαρτητοποίησή της και οικοδομήθηκε για την ενθρόνιση του Λατίνου Αρχιεπισκόπου το 1244. Ο ναός, αρχικά τρίκλιτος με υπερυψωμένο κεντρικό και εγκάρσιο κλίτος και με τρούλο στην τομή των κλιτών, από το 1616 δέχτηκε δραστικές επεμβάσεις και αναμορφώσεις για να καταλήξει στη σημερινή του πεντάκλιτη κάτοψη. Στην εποχή αυτή ανάγονται τα ερείπια του κεντρικού πύργου, που λειτούργησε ως τόπος κατοικίας του Ενετού ηγεμόνα, καθώς και η Καγκελαρία, το δουκικό διοικητικό κέντρο και νυν καθολικό επισκοπικό μέγαρο. Τα τρία κτήρια ήταν χωροθετημένα σύμφωνα με το τυπικό μεσαιωνικό κέντρο της οχυρής πόλης. Ο προϋπάρχων του τείχους μοναδικός ορθόδοξος ναός του κάστρου, η Παναγία η Θεοσκέπαστη, η πρώην Εμπορική Σχολή των Ιησουιτών, όπου σήμερα στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείου του νησιού, καθώς και το συγκρότημα της Μονής και της Σχολής των Ουρσουλίνων συμπληρώνουν την πλούσια αρχιτεκτονική εικόνα του κάστρου.
Το κάστρο των Χανίων: Η πρώτη οχύρωση της πόλης των Χανίων, της αρχαίας Κυδωνίας, ανάγεται στους ελληνιστικούς χρόνους, βάσει της χρονολόγησης που υποδεικνύει η τοιχοποιία, και περιέβαλλε το λόφο του Καστελλίου. Το μεταγενέστερο βυζαντινό τείχος συνδέεται με την ανακατάληψη της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά το 961 και το πρόγραμμα ανοικοδόμησης και οχύρωσης καίριων θέσεων της Κρήτης και της ευρύτερης περιοχής του Αιγαίου που ακολούθησαν οι Βυζαντινοί. Η οχύρωση των βυζαντινών χρόνων φαίνεται πως ακολούθησε την αρχαία χάραξη λόγω της διαμόρφωσης του λόφου και οικοδομήθηκε κυρίως με υλικό σε δεύτερη χρήση από την αρχαία Κυδωνία, γεγονός που οφείλεται στην εκτεταμένη καταστροφή της πόλης μετά την περίοδο της Αραβοκρατίας (824-961). Το τείχος σήμερα παρουσιάζει σήμερα μεγάλες απώλειες και έχει διατηρηθεί μόνο τοπικά, εξαιτίας της κατεδάφισης πολλών τμημάτων και της κάλυψής τους από μεταγενέστερες κατοικίες, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται ο ακριβής προσδιορισμός της κάτοψής του. Οι έρευνες ωστόσο έχουν αποδόσει μια γενική εικόνα της πορείας του. Σαφές είναι ότι το τείχος αποτελούνταν από ευθύγραμμα τμήματα που απέδιδαν ωοειδές περίγραμμα, περιλάμβανε πύργους και είχε δύο βασικές εισόδους, μια ανατολική και μια δυτική, αλλά και μικρότερες. Η ανατολική πύλη έχει εντοπιστεί στη διασταύρωση των σύγχρονων οδών Κανεβάρω και Δασκαλογιάννη, ενώ η δυτική στην περιοχή της πλατείας Συντριβανίου. Και οι δύο πύλες προστατεύονταν από τετράπλευρους πύργους. Από τα μέσα του 13ου αι. τα Χανιά πέρασαν στην κατοχή των Βενετών, προτεραιότητα των οποίων υπήρξε η άμυνα και περιφρούρηση της πόλης. Για το λόγο αυτό, ο μηχανικός Michele Sammichieli εκλήθη να επιβλέψει την κατασκευή των νέων τειχών, μεταξύ των ετών 1538-1549. Τη νέα οχύρωση, η οποία περιέλαβε και το λιμάνι, στοιχειοθέτησε ένα τετράπλευρο τείχος, ενισχυόμενο από τάφρο, αντιτείχισμα, καρδιόσχημους προμαχώνες και επιπρομαχώνες. Η σημαντικότερη πύλη του κάστρου ήταν η λεγόμενη Ρεθεμνιώτικη Πόρτα (Porta Retimiotta), στα νότια.
Το μοναστηριακό συγκρότημα της Νέας Μονής: Στη θέση ενός μικρού ναού που έχτισαν τρεις Χιώτες μοναχοί, ο Ιωάννης, ο Νικήτας και ο Ιωσήφ, προκειμένου να στεγάσουν τη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου, ιδρύθηκε στα μέσα του 11ου αιώνα το μεγαλοπρεπές μοναστηριακό συγκρότημα της Νέας Μονής στη Χίο. Η ανέγερση της Νέας Μονής συνδέεται κατά την παράδοση με την προφητεία των τριών μοναχών για την ανάρρηση στον αυτοκρατορικό θρόνο του Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου (1042-1055). Ο Κωνσταντίνος μετά τη στέψη του, ανταμείβοντας την επαλήθευση της προφητείας, ικανοποίησε το αίτημα των μοναχών να κτιστεί νέος ναός χάριν της Παναγίας. Με δαψιλή αυτοκρατορική δαπάνη οικοδομήθηκε και διακοσμήθηκε το καθολικό, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1045, ενώ στη συνέχεια η Μονή ευεργετήθηκε με πολλά προνόμια και δωρεές, τόσο από τον Κωνσταντίνο Μονομάχο, όσο και από τους επόμενους αυτοκράτορες. Έχοντας ως πρότυπο τον μικρό ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, το καθολικό της Νέας Μονής αρχιτεκτονικά ανήκει στον απλό –λεγόμενο και νησιωτικό- οκταγωνικό τύπο με νάρθηκα και εξωνάρθηκα. Αποτελεί το παλαιότερο και πληρέστερο δείγμα του τύπου και εμφανίζει έντονα στοιχεία επίδρασης της αρχιτεκτονικής της πρωτεύουσας.Το χαρακτηριστικό του τύπου είναι ότι η οκταγωνική μορφή της εκκλησίας δεν διαγράφεται στην περίμετρο του κτίσματος αλλά προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο ο τετράγωνος χαμηλά χώρος του κυρίως ναού μετατρέπεται ψηλότερα σε οκτάπλευρο μέσω τεσσάρων στενών ημιχωνίων στις γωνίες. Στο επίπεδο αυτό διαμορφώνεται ένα οκτάγωνο με εναλλαγή κογχών και ημιχωνίων, πάνω στο οποίο στηρίζεται ο δωδεκάπλευρος τρούλος, ο οποίος πατά στους εξωτερικούς τοίχους χωρίς τη μεσολάβηση εσωτερικών στηριγμάτων, προσφέροντας ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Ανάλογος της αρχιτεκτονικής προσωπικότητας του μνημείου είναι ο εσωτερικός διάκοσμος του ναού. Η πολυτελής ορθομαρμάρωση σε συνδυασμό με τις λαμπρές ψηφιδωτές συνθέσεις μαρτυρούν την οικονομική ακμή και ευμάρεια, καθώς και την αυτοκρατορική μέριμνα για την ενίσχυση μονών και εκκλησιαστικών ιδρυμάτων την εποχή αυτή. Τα ψηφιδωτά της Νέας Μονής, έργα υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας που απηχούν τις τάσεις της πρωτεύουσας, αφίστανται της πνευματικότητας και της αφαίρεσης του διακόσμου της Μονής Δαφνίου και του Οσίου Λουκά. Η ευχέρεια στη χρήση του χρώματος, ο χρυσός κάμπος και η διάρθρωση των πολυπρόσωπων συνθέσεων επιτυγχάνει την εκφραστικότητα του αποτελέσματος και τη βαθιά πνευματικότητα των μορφών. Ως χαρακτηριστικό δείγμα μοναστηριακού συγκροτήματος των βυζαντινών χρόνων, η Νέα Μονή προστατευόταν από υψηλό περίβολο, ο οποίος περιέκλειε –πέραν του καθολικού- την Τράπεζα, δεξαμενή και πτέρυγες κελιών. Σημαντικές φθορές υπέστη το συγκρότημα το 1822, όταν πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε από τους Οθωμανούς, και το 1881, λόγω ισχυρού σεισμού. Το 1990 η Νέα Μονή Χίου -μαζί με τη Μονή Δαφνίου και τον Όσιο Λουκά- περιελήφθη στο Διεθνή Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO ως μοναδικό καλλιτεχνικό επίτευγμα και ως εξαίρετο δείγμα αρχιτεκτονικού συνόλου.
Η μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου: Ξεχωριστό δείγμα μεσαιωνικής μοναστικής αρχιτεκτονικής και τόπος υψηλού θρησκευτικού ενδιαφέροντος αποτελεί η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, μια από τις σημαντικότερες στο Αιγαίο.Η παράδοση αναφέρει ως εξόριστο στην άγονη Πάτμο περί το 95 μ.Χ., επί των διωγμών του αυτοκράτορα Δομιτιανού, τον αγαπημένο μαθητή του Ιησού, Ιωάννη, ο οποίος κατά την παραμονή του στο νησί συνέγραψε δύο από τα σημαντικότερα γραπτά κειμήλια της χριστιανικής πίστης, το Ευαγγέλιό του και την Αποκάλυψη. Η ίδρυση της μονής, άρρηκτα συνδεδεμένη με την παράδοση αυτή, έγινε το 1088 από τον όσιο Χριστόδουλο το Λατρηνό, ο οποίος ζήτησε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό και πέτυχε να του παραχωρηθεί με χρυσόβουλλο –μεταξύ άλλων- το νησί, προκειμένου να ιδρύσει ένα μοναστήρι προς τιμήν του Ευαγγελιστή. Η μονή οικοδομήθηκε στην κορυφή του βουνού, πάνω στα κατάλοιπα αρχαίου ναού και παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και γύρω της αναπτύχθηκε ο οικισμός της Χώρας, με τον οποίο σήμερα συνανήκουν σε ένα αδιάσπαστο πυκνό και δαιδαλώδες αρχιτεκτονικό σύνολο.Το συγκρότημα περιβάλλεται από μεσαιωνικό τείχος, ακανόνιστου πολύπλευρου σχήματος και ύψους 15μ. Στον πολυεπίπεδο εσωτερικό χώρο, αναπτύσσονται πτέρυγες κελιών, βοηθητικά κτήρια, στοές και παρεκκλήσια των 16ου-17ου αι., τα οποία πλαισιώνουν και εξαίρουν το καθολικό. Ο σταυροειδής τετρακιόνιος εγγεγραμμένος με τρούλο ναός του όψιμου 11ου αι., με προσαρτημένα παρεκκλήσια της Παναγίας και του Χριστοδούλου, διασώζει τη δεύτερη φάση της τοιχογραφικής διακόσμησης των αρχών του 17ου, με αξιόλογες σπάνιες ευαγγελικές σκηνές, πιθανώς έργο καλλιτέχνη της κρητικής σχολής, ενώ το παρεκκλήσιο της Παναγίας φέρει σημαντικό τοιχογραφικό σύνολο της μνημειακής τάσης του τέλους του 12ου αι. Στην περιώνυμη βιβλιοθήκη και το σκευοφυλάκιο της μονής συγκεντρώνονται θησαυροί και κειμήλια ανεκτίμητης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας, όπως σπάνιες συλλογές βυζαντινών και μεταβυζαντινών χειρογράφων, αυτοκρατορικά έγγραφα, βιβλία, εικόνες και έργα μικροτεχνίας. Η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, ένα μνημείο-παλίμψηστο αρχιτεκτονικής και θησαυροφυλάκιο του βυζαντινού πολιτισμού, το σπήλαιο της Αποκάλυψης και ο οικισμός της Χώρας ενεγράφησαν το 1999 στο Διεθνή Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, ως εξέχον σύνολο προσκυνηματικού κέντρου της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, εξαίρετου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος.
Ο ναός του Μιχαήλ Αρχαγγέλου: Ο ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στον οικισμό της Κάτω Επισκοπής Κισσάμου χρονολογείται στο β’ μισό του 6ου αι. και θεωρείται το σημαντικότερο παλαιοχριστιανικό μνημείο της Κρήτης. Η εκκλησία παρουσιάζει μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον τόσο από αρχιτεκτονικής, όσο και από ζωγραφικής άποψης. Πρόκειται για μοναδικό στην Κρήτη περίκεντρο οικοδόμημα, το οποίο εγγράφεται σε ορθογώνια κάτοψη, με ημικυλινδρική κόγχη και θολοσκέπαστα παστοφόρια εκατέρωθεν, θολοσκέπαστο νάρθηκα και αίθριο. Χαρακτηριστικός είναι ο μεγάλων διαστάσεων τρούλλος που καλύπτει τον πυρήνα του ναού και ο οποίος εξωτερικά παρουσιάζει βαθμιδωτή διάρθρωση από ομόκεντρες στεφάνες. Τα ψηφιδωτά δάπεδα φέρουν διάκοσμο που σύμφωνα με την τάση της εποχής συνδυάζει φυτικά (κληματίδες, φύλλα κισσού) και διακοσμητικά (φολίδες, πλαίσια από τεμνόμενα ημικύκλια) μοτίβα με την παρεμβολή έμψυχων όντων (ιχθύων). Οι τοιχογραφίες του ναού έχουν διασωθεί αποσπασματικά σε τέσσερα ή πέντε στρώματα. Το αρχικό στρώμα έχει χρονολογηθεί στον 7ο αι. και περιλαμβάνει παράσταση Ανάληψης και στηθάρια αγίων στον τρούλο, παράσταση του Ευαγγελιστή Ματθαίου στο νάρθηκα, του Αγίου Γεωργίου και αφιερωτή στο νότιο παστοφόριο και αρχαγγέλου στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του ιερού. Στο δεύτερο στρώμα έχουν αποκαλυφθεί τμήματα τοιχογραφιών που ανάγονται στην περίοδο της Εικονομαχίας με ανεικονικά θέματα σταυρών. Το τρίτο στρώμα, των μέσων βυζαντινών χρόνων, αποτελεί δείγμα υψηλής ζωγραφικής τέχνης με επιρροές από την κομνήνεια τέχνη της πρωτεύουσας και συνδέεται με το ιστορικό γεγονός της μεταφοράς της έδρας της Επισκοπής Κισσάμου στο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο (961-1204).
Το μουσείο: Σε ένα μνημείο οθωμανικής αρχιτεκτονικής, το Μετζιτιέ Τζαμί, στο κέντρο της σύγχρονης πόλης της Χίου, φιλοξενείται από το 1980 το Βυζαντινό Μουσείο Χίου. Το Μετζιτιέ Τζαμί, οθωμανικό τέμενος τετράγωνης κάτοψης με προστώο, χτίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα με τη χορηγία του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ και στέγασε τις αρχαιολογικές συλλογές του νησιού από την ίδρυση ακόμη του νέου ελληνικού κράτους. Σήμερα στο Μετζιτιέ Τζαμί, μετά από εκτεταμένες επισκευαστικές εργασίες που διενεργήθηκαν στο κτήριο τα προηγούμενα χρόνια, εκτίθεται η νέα αρχαιολογική συλλογή του Βυζαντινού Μουσείου Χίου. Η μόνιμη έκθεση του μουσείου λειτουργεί ως σκιαγράφηση της πολιτιστικής διαδρομής του νησιού στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς αιώνες, με ανάδειξη του γόνιμου συγχρωτισμού των λαών που συμβίωσαν στο νησί και αναφορές σε σημαντικά ιστορικά γεγονότα των νεώτερων χρόνων. Διαρθρώνεται σε τέσσερις βασικές θεματικές ενότητες και σε μια εισαγωγική, στην οποία παρουσιάζεται η ιστορική, πολιτική και κοινωνική ιστορία του νησιού μέσω χρονολογικού πίνακα και εποπτικού υλικού. Η Ενότητα Ι, η οποία καταλαμβάνει τη βόρεια πλευρά του κτηρίου, έχει θέμα την Κοσμική και Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική και περιλαμβάνει: i. γλυπτά από ναούς της παλαιοχριστιανικής περιόδου (4ος-7ος αι.), όπως κιονόκρανα, θωράκια, πεσσίσκους, τμήματα άμβωνα, μια τράπεζα προσφορών, σε συνδυασμό με εποπτικό υλικό, ii. εξέταση της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της βυζαντινής περιόδου, με ιδιαίτερη αναφορά στον οκταγωνικό τύπο ναού· εκτίθενται θωράκια, τμήματα επιστυλίων, τμήμα κοσμήτη αψίδας, πεσσίσκοι τέμπλων και κιονόκρανα, iii. παρουσίαση της Γενουατικής περιόδου στο νησί (1346-1566)· εκτίθενται γλυπτά κοσμικής αρχιτεκτονικής, παρουσιάζεται η γενουατική αρχιτεκτονική, τα οχυρωματικά έργα της περιόδου και η αρχιτεκτονική των οχυρωμένων οικισμών της εποχής και iv. παρουσίαση της Χίου στην οθωμανική περίοδο μέσα από ενημερωτική πινακίδα. Η Ενότητα ΙΙ, που αναπτύσσεται στη νότια πλευρά του κτηρίου, περιλαμβάνει τις πινακίδες Διακόσμηση και εξοπλισμός οικίας. Διατροφικές συνήθειες, Η Χίος και η θάλασσα. Θαλασσινά ταξίδια. Κεραμουργία – Αγγειοπλαστική, Τάφοι, ταφές, ταφικά έθιμα, και σε συνδυασμό με τα ευρήματα που εκτίθενται, παρουσιάζεται η καθημερινή ζωή των ανθρώπων, οι δραστηριότητές τους, οι ασχολίες τους και διαφαίνεται η συμβίωση με τις άλλες κοινωνικές και θρησκευτικές ομάδες. Η Ενότητα ΙΙΙ, Λατρεία και Τέχνη, περιλαμβάνει τοιχογραφίες βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, ενδεικτικές της εξέλιξης της ζωγραφικής στο νησί και των κρητικών και κωνσταντινουπολίτικων επιρροών. Στο κέντρο της αίθουσας, σε διαγώνια διάταξη σε δύο άξονες που σχηματίζουν "αλέα", εκτίθενται τοιχογραφίες από το καθολικό της Νέας Μονής, από το ναό της Παναγίας της Κρήνας και από άλλες εκκλησίες του νησιού.
To αρχαιολογικό μουσείο: Στο νεοκλασικής αρχιτεκτονικής διατηρητέο κτήριο της παλαιάς Αστικής Σχολής στην Αγία Μαρίνα, το οποίο χτίστηκε το 1882 με δωρεά της Λεριακής Αδελφότητας του Καΐρου ως σχολείο αρρένων, στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο της Λέρου. Η μόνιμη έκθεση του μουσείου αποδίδει μια γλαφυρή εικόνα της διαχρονίας της Λέρου. Ξεκινώντας με ευρήματα από τις προϊστορικές θέσεις του νησιού, περνά στους ιστορικούς χρόνους, εστιάζοντας στην πολιτική σχέση του νησιού με τη Μίλητο, καθώς και στις τοπικές λατρευτικές συνήθειες και ταφικές πρακτικές. Στα εκθέματα περιλαμβάνονται χαρακτηριστικά δείγματα κεραμικής και πλαστικής (πήλινα προσωπεία Διονύσου, γυναικεία προτομή, ειδώλιο συμποσιαστή), ψηφίσματα του 3ου και 2ου αιώνα π.Χ., κτερίσματα, μεταξύ των οποίων ερυθρόμορφα αρυβαλλοειδή ληκύθια και ρωμαϊκά μυροδοχεία, χάλκινη αρχαϊκή πόρπη, αλάβαστρο από υαλόμαζα, καθώς και οξυπύθμενοι αμφορείς χιακών και ροδιακών εργαστηριών. Η ανασκαφή της παλαιοχριστιανικής βασιλικής και του κοσμικού κτίσματος στο Παρθένι απέδωσε πλούσιο εκθεσιακό υλικό, στο οποίο εντάσσονται νομίσματα, σπαράγματα τοιχογραφιών, ψηφιδωτές αφιερωτικές επιγραφές δαπέδου και λίθινα αρχιτεκτονικά μέλη. Το τμήμα της έκθεσης για τους μεσαιωνικούς χρόνους αναφέρεται στο σημαντικότερο μνημείο της εποχής στο νησί, το Κάστρο του Παντελίου, του οποίου η ιστορία και η αρχιτεκτονική προσεγγίζονται μέσα από σχέδια, φωτογραφίες και εποπτικό υλικό σχετικών με αυτό εγγράφων. Την έκθεση ολοκληρώνουν ευρήματα (σταυρός-εγκόλπιο, ευλογία, φυλακτά) σχετικά με προσκυνητές και ταξιδιώτες που επισκέφθηκαν τη Λέρο, υλικό προερχόμενο από τα λεγόμενα "μιλησιακά νησιά" και κεραμική από περισυλλογή.
Η βυζαντινή συλλογή (Αρχοντικό Νικολαΐδη): Το Αρχοντικό Νικολαΐδη στη Χώρα της Πάτμου, διώροφη κατοικία που οικοδομήθηκε μεταξύ 17ου και 18ου αιώνα, ανήκει στα ενδεικτικά δείγματα αρχιτεκτονικής της εύπορης και ακμάζουσας αστικής τάξης του νησιού. Το κτήριο συνοψίζει τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία των αρχοντικών της εποχής, με δεξαμενές ομβρίων, αποθηκευτικούς και παρασκευαστικούς χώρους στο ισόγειο, χώρους υποδοχής και κυρίας χρήσης στον όροφο, ημιυπαίθριες αυλές στον περιβάλλοντα χώρο και μεγάλες βεράντες. Μοναδικά στοιχεία του είναι το μονόχωρο παρεκκλήσιο, αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, που έχει ενσωματωθεί στην κάτοψη του κτηρίου, και ο ιδιαίτερα πλούσια διακοσμημένος "αμπάταρος", μια ξύλινη κατασκευή στον άνω όροφο που λειτουργούσε διαχωριστικά και διέθετε αποθηκευτικό χώρο. Μετά από εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες, το Αρχοντικό Νικολαΐδη αποκαταστάθηκε από τις φθορές του σεισμού του 1956 και διαμορφώθηκε σε εκθεσιακό χώρο.Η έκθεση που φιλοξενείται στους χώρους του αρχοντικού Νικολαΐδη περιλαμβάνει μια μικρή συλλογή με αρχαιολογικά ευρήματα προερχόμενα από το νησί της Πάτμου, σειρά σχεδίων του οικισμού και αποτυπώσεων αρχοντικών του αρχιτέκτονα Χ. Ιακωβίδη, καθώς και μια σειρά εγγράφων που σχετίζονται με τον ιδιοκτήτη του αρχοντικού. Εκτίθενται επίσης αντικείμενα που ανήκουν στην οικοσκευή του αρχοντικού, μεταξύ αυτών και ο συντηρημένος "αμπάταρος". Στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου η ολοκλήρωση των εργασιών συντήρησης παρέδωσε στους επισκέπτες το τέμπλο με αποκατεστημένες τις δεσποτικές εικόνες και τα βημόθυρα.


Βιβλιογραφία (0)


Σχόλια (0)