Βυζαντινών Πολεμικά


Σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπη με λαούς που ήθελαν να καταλάβουν τα εδάφη της. Στην προσπάθεια οργάνωσης της άμυνας, οι βυζαντινές πόλεις αποτελούσαν βασικό άξονα της πολιτικής, στρατιωτικής και εκκλησιαστικής διοίκησης και γι’ αυτό η οχύρωσή τους υπήρξε πρωτεύον μέλημα της αυτοκρατορικής διοίκησης. Σύμφωνα με το έργο του Προκοπίου Περί κτισμάτων, ο Ιουστινιανός σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της άμυνας του κράτους, χορήγησε χρήματα για να ανακατασκευαστούν τα τείχη πολλών υφιστάμενων πόλεων και για να ιδρυθούν ή να ενισχυθούν με οχυρώσεις τα ειδικής σημασίας στρατηγικά σημεία. Παράλληλα, οργάνωσε ένα δίκτυο νέων οχυρωμένων πόλεων σε καίριες θέσεις ώστε να εξασφαλιστεί η προστασία των δρόμων και των κόμβων του εμπορίου.
 
Η οχυρωματική τέχνη δεν ήταν άγνωστη στον αρχαίο κόσμο, όμως στη διάρκεια του Βυζαντίου αναπτύχθηκε πολύ με πολλά και εντυπωσιακά παραδείγματα σε όλη την αυτοκρατορία. Οχυρωμένες πόλεις, ακροπόλεις,  κάστρα, πύργοι διατειχίσματα εξυπηρετούσαν την άμυνα του κράτους και εξασφάλιζαν προστασία στους κατοίκους του.

Αν και ο αυτοκράτορας και οι ανώτατοι αξιωματούχοι στηρίζονταν κυρίως στη διπλωματία για την αντιμετώπιση των εχθρικών διαθέσεων των γειτόνων, η οργάνωση του στρατού και του ναυτικού προέβαλε ως επιτακτική ανάγκη. Η οργάνωση του στρατού στηρίχθηκε στα δύο σώματα: τους λιμιτανέους και τους κομιτατήσιους. Οι λιμιτανέοι ήταν γεωργοί εγκατεστημένοι στα σύνορα, στους οποίους το κράτος παραχωρούσε καλλιεργήσιμη γη με την υποχρέωση να προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες. Οι κομιτατήσιοι ήταν ο τακτικός στρατός, υπό την αρχηγία του αυτοκράτορα, που μπορούσε να μεταφερθεί όπου υπήρχε ανάγκη. Άλλα σώματα στρατού ήταν οι σύμμαχοι, οι βουκελλάριοι και οι ομόσπονδοι, που αποτελούνταν από ξένους μισθοφόρους.

Ο βυζαντινός στρατός όμως, όσο καλά οργανωμένος κι αν ήταν, δε θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ετοιμοπόλεμο και αξιόμαχο σύνολο, ικανό να εγγυηθεί την ακεραιότητα των εδαφών της βυζαντινής αυτοκρατορίας και την ασφάλεια των κατοίκων της, αν δε συνοδευόταν από κατάλληλο στρατιωτικό εξοπλισμό (πανοπλία και κράνος) και όπλα. Τα επιθετικά όπλα διακρίνονται στα αγχέμαχα (ξίφος, λόγχη, ρόπαλο, τσεκούρι, τόξα και βέλη) που προορίζονταν για μάχες σώμα με σώμα, και στα εκηβόλα που χτυπούσαν τον εχθρό από απόσταση. Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκαν τα τειχομαχικά, όσα δηλαδή χρησιμοποιούνταν στις πολιορκίες κάστρων, όπως ο πολιορκητικός κριός, το πετροβόλον, οι ελεπόλεις και  η χελώνη.

Πέραν του στρατού ξηράς, στο Βυζάντιο οργανώθηκε ιδιαίτερα και το ναυτικό, ως οργανικό τμήμα της διοίκησης των θεμάτων. Έτσι, δημιουργήθηκε ο στόλος των επαρχιών, τα θεματικά πλώιμα, με επικεφαλής στρατηγούς ή δρουγγάριους. Το βασιλικόν πλώιμον ήταν ανεξάρτητος στόλος για την άμυνα της πρωτεύουσας με επικεφαλής τον δρουγγάριο, που είχε ρόλο γενικού ναυάρχου.

Το βυζαντινό πολεμικό ναυτικό διέθετε δρόμωνες, τα δρομώνια και τα χελάνδια που ήταν πλοία εξοπλισμένα αφενός με «ξυλόκαστρα», απ’ όπου οι πολεμιστές μπορούσαν να εκσφενδονίζουν βλήματα εναντίον των εχθρικών πλοίων και αφετέρου με εκτοξευτικές μηχανές για τους «σίφωνες», τα πήλινα ή μεταλλικά δοχεία που περιείχαν το υγρό πυρ. Το υγρό πυρ αποτελούσε την πιο τελειοποιημένη έκδοση των μέχρι τότε γνωστών εμπρηστικών υλών για πολεμικούς σκοπούς. Η κύρια επιτυχία του κατά τις ναυμαχίες ήταν ότι επέφερε τη σύγχυση και τον πανικό στον εκάστοτε εχθρικό στόλο, που τρεπόταν σε φυγή εξαιτίας της πυρκαγιάς και της κακής επίδρασής της στο ηθικό των πληρωμάτων των ξύλινων πλοίων.


Γλωσσάρι (1)

δρουγγάριος: άξίωμα του βυζαντινού στρατού και του στόλου, με βαθμό αντίστοιχο προς τον χιλίαρχο. Από τον 12ο αι. οι δρουγγάριοι αναλαμβάνουν και δικαστικά καθήκοντα, και εκδικάζουν αστικές υποθέσεις.


Πληροφοριακά Κείμενα (3)

Προκόπιος: Βυζαντινός ιστορικός με πλούσιο συγγραφικό έργο. Γεννήθηκε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης και σπούδασε ρητορική, σοφιστική και νομικά. Σε νεαρή ηλικία μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου άσκησε το επάγγελμα του ρήτορα και του δικηγόρου. Σύντομα εισήλθε στον κύκλο του στρατηγού Βελισάριου με καθήκοντα γραμματέα και συμβούλου και τον ακολούθησε σε πολλές εκστρατείες. Έζησε από κοντά την μεγάλη επιδημία πανώλης στην Κωνσταντινούπολη (541-542), την οποία και περιγράφει αναλυτικά. Το συγγραφικό του έργο αποτελεί τη σπουδαιότερη πηγή για την εποχή του Ιουστινιανού, αν και ομολογουμένως δεν στέκεται αμερόληπτος απέναντι στον αυτοκράτορα, καθώς από ένα σημείο και μετά φαίνεται να είναι αρνητικά προκατειλημμένος τόσο απέναντι στον Ιουστινιανό, όσο και προς τη Θεοδώρα. Από το 549 και μετά βρίσκεται σταθερά στην Κωνσταντινούπολη, όμως δεν έχουμε καμιά πληροφορία για τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Ιουστινιανός Α' (περ. 482-565): Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (527-565). Διαδέχθηκε στον θρόνο τον θείο του Ιουστίνο Α΄. Από τις πρώτες ενέργειες του Ιουστινιανού ήταν η αναδιοργάνωση του φορολογικού συστήματος, ενώ συγκέντρωσε και επανακωδικοποίησε τους νόμους του Θεοδοσίου. Αναμείχθηκε προσωπικά και σε θρησκευτικές διαμάχες και συγκάλεσε την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο (553). Ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ως ορθόδοξο αυτοκράτορα και έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών. Πολλές από τις ενέργειές του, κυρίως σε πολιτικό και φορολογικό επίπεδο, προκάλεσαν την έντονη δυσαρέσκεια συγκλητικών και φατριών και οδήγησαν στη Στάση του Νίκα. Ανέπτυξε έντονη οικοδομική δραστηριότητα, χτίζοντας μόνο στην Κωνσταντινούπολη 30 εκκλησίες, ανάμεσα τους και την περίφημη εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική, αντιμετώπισε με επιτυχία τους Πέρσες και τους Βάνδαλους στην Ανατολή και επικεντρώθηκε στην ανάκτηση της Δύσης. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε προσωρινά εξαντλώντας όμως την αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα οι βάρβαροι της Βαλκανικής να λεηλατήσουν την ελληνική χερσόνησο μέχρι τον Ισθμό και βαρβαρικοί πληθυσμοί να εγκατασταθούν στα σύνορα. Οι πολεμικές του δραστηριότητες ωστόσο εξάντλησαν το Βυζάντιο σε χρήμα και στρατό και εν τέλει δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα, καθώς η Ιταλία όπως και οι άλλες περιοχές που είχε κατακτήσει σύντομα χάθηκαν ξανά. Έτσι, μετά τον θάνατό του, η αυτοκρατορία, αποδυναμωμένη, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις, με αποκορύφωμα τις αραβικές κατακτήσεις, που θα αναιρέσουν το μεγαλύτερο μέρος των εξωτερικών επιτευγμάτων του Ιουστινιανού.
Θέματα: Στρατιωτικές μονάδες και ταυτόχρονα χωρικές ενότητες. Ο θεσμός των θεμάτων εμφανίζεται τον 7ο αιώνα, ως μέτρο για την αντιμετώπιση των εχθρικών επιδρομών. Μέχρι το τέλος του 7ου αιώνα, το μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας είναι χωρισμένο σε θέματα. Επικεφαλής των θεμάτων ήταν ένας στρατηγός, ο οποίος ασκούσε στρατιωτική, πολιτική και δικαστική εξουσία. Σύντομα, πολλοί στρατηγοί θεμάτων απέκτησαν μεγάλη δύναμη και η κεντρική εξουσία ήδη από τον 8ο-9ο αιώνα προσπάθησε να την περιορίσει, διαιρώντας τα θέματα σε μικρότερες μονάδες. Τον 11ο αιώνα οι στρατηγοί των θεμάτων αντικαθίστανται από πολίτες κυβερνήτες, ενώ μέχρι το τέλος του 12ου αιώνα τα θέματα παύουν να υπάρχουν.


Βιβλιογραφία (0)


Σχόλια (0)